ἀστυάναξ: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[lord]] of the [[city]], [[epithet]] of [[certain]] gods, Aesch.: in Hom. only as [[prop]]. n.
|mdlsjtxt=[[lord]] of the [[city]], [[epithet]] of [[certain]] gods, Aesch.: in Hom. only as [[prop]]. n.
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=ὁ [[ἀρχηγός]] τοῦ ἄστεως). Σύνθετο ἀπό τίς λέξεις: [[ἄστυ]] + [[ἄναξ]].
|mantxt=(=ὁ [[ἀρχηγός]] τοῦ ἄστεως). Σύνθετο ἀπό τίς λέξεις: [[ἄστυ]] + [[ἄναξ]].
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστῠάναξ Medium diacritics: ἀστυάναξ Low diacritics: αστυάναξ Capitals: ΑΣΤΥΑΝΑΞ
Transliteration A: astyánax Transliteration B: astyanax Transliteration C: astyanaks Beta Code: a)stua/nac

English (LSJ)

[ᾰν], ακτος, ὁ,
A lord of the city, epithet of certain gods, A. Supp.1018 (lyr.): in Hom. only as pr. n., Astyanax, the son of Hector:—hence Adj. Ἀστυανάκτειος, α, ον, AP9.351 (Leon.).
II by an obscene pun, = ἄστυτος, Eust.849.54.
III name of a fish, Hsch.

Spanish (DGE)

(ἀστῠάναξ) -ακτος
• Prosodia: [-ᾰν-]
1 defensor de la ciudad θεοί A.Supp.1018.
2 impotente sexualmente, por falsa etim. a partir de στύειν (cf. ἄστυτος) Suet.Blasph.58, Eust.849.54, 1283.24.
3 subst. ὁ ἀ. n. de un pez, Hsch.

German (Pape)

[Seite 378] ὁ, stadtbeherrschend, θεός Aesch. Suppl. 996.

French (Bailly abrégé)

άνακτος (ὁ) :
qui règne dans la ville.
Étymologie: ἄστυ, ἄναξ.

Russian (Dvoretsky)

ἀστυάναξ: άνακτος (ᾰν) ὁ владыка города Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστυάναξ: ακτος, ὁ, ὁ ἄναξ τοῦ ἄστεως, ἐπίθ. θεῶν τινων, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1019˙ παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα, Ἀστυάναξ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἕκτορος:―ἐντεῦθεν ἐπίθ. Ἀστυανάκτειος, α, ον, Ἀνθ. Π. 9. 351. ΙΙ. κατά τι ἄσεμνον λογοπαίγνιον, = ἄστυτος, Εὐστ. 849. 54.

Greek Monolingual

ἀστυάναξ (-ακτος), ο (AM)
μσν.
(σε άσεμνο λογοπαίγνιο) άστυτος
αρχ.
1. ο άναξ του άστεως, ο αφέντης, ο προστάτης της πόλης
2. (στον Όμηρο μόνο ως κύριο όνομα) ο γιος του Έκτορος και της Ανδρομάχης.

Greek Monotonic

ἀστυάναξ: -ακτος, ὁ, άρχοντας της πόλης, βασιλιάς, επίθ. ορισμένων θεών, σε Αισχύλ.· σε Όμηρ., μόνο ως κύριο όνομα.

Middle Liddell

lord of the city, epithet of certain gods, Aesch.: in Hom. only as prop. n.

Mantoulidis Etymological

(=ὁ ἀρχηγός τοῦ ἄστεως). Σύνθετο ἀπό τίς λέξεις: ἄστυ + ἄναξ.