γεώλοφος: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=[[crested]] with [[earth]]: as [[substantive]], a [[hill]], [[hillock]], Xen.: so γεώλοφον, ου, τό, Theocr. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:11, 3 March 2024
English (LSJ)
γεώλοφον,
A crested with earth, ὄρη Str.16.2.16; χωρία Id.12.7.1.
II Subst. γεώλοφος, ὁ, hill, hillock, X.Cyr.3.3.28 codd., Plb.1.75.4, Ph.1.191; γεώλοφον, τό, Theoc.1.13, Numen. ap. Ath.7.305a.
2 γεώλοφος, ὁ, boor, clod-hopper, Ael.Dion.Fr.107.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): γήλ- X.Cyr.3.3.28, An.1.5.8, Pl.Criti.113d, Longus 1.1.2; γεύλ- Hsch.; dór. γάλ- Limen.14
I 1de colinas, montuoso χωρία Str.4.6.9, cf. 4.5.2, 12.7.1, πόλις Ps.Dicaearch.1.27.
2 de abundante tierra e.d. no pedregoso ὄρη γεώλοφα καὶ καλλίκαρπα Str.16.2.16, cf. Ps.Dicaearch.2.2
•de la propia tierra de colina, de ladera γῆ Gp.3.1.9.
II subst. ὁ γ. colina X.An.l.c., Pl.l.c., Limen.l.c., Plb.1.75.4, Ph.1.191, Longus l.c., Thdt.H.Rel.28.1, como lugar estratégico, X.Cyr.l.c., D.C.Epit.8.25.4
•tb. τό γ. Theoc.1.13, Numen.SHell.584.2, Hsch.
German (Pape)
[Seite 488] vgl. γήλοφος, aus Erdhügeln bestehend, ὄρη Strab. XVI p. 755; bes. ὁ γ., der Erdhügel, Pol. 1, 75, 4; Dion. Hal. 5, 38; τὸ γ. Theocr. 1, 13. 5, 101.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont le sommet est de terre (montagne), càd non boisé ; ὁ γεώλοφος, τὸ γεώλοφον, colline.
Étymologie: γῆ, λόφος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γεώλοφος -ον [γῆ, λόφος met aardophoping; subst. ὁ γ. heuvel.
Russian (Dvoretsky)
γεώλοφος: ὁ Xen. = v.l. γήλοφος, Polyb. = γεώλοφον.
Greek Monolingual
και γήλοφος, ο (AM γεώλοφος και γήλοφος, ο
Α και γήλοφον, το)
χαμηλό ύψωμα, χωμάτινος λόφος
αρχ.-μσν.
ο αγροίκος, ο χοντροφτιαγμένος
αρχ.
ως επίθ. ο σκεπασμένος με χώμα («γεώλοφα χωρία», «ὄρη γεώλοφα και καλλίκαρπα»).
Greek Monotonic
γεώλοφος: -ον, καλυμμένος με χώμα· ως ουσ., λόφος, λοφίσκος, γήλοφος, σε Ξεν.· επίσης, γεώλοφον, τό, σε Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
γεώλοφος: -ον, κεκαλυμμένος ὑπὸ χώματος, ὄρη Στράβ. 755. πρβλ. 570. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. γεώλοφος, ὁ, λόφος, λοφίσκος, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 28 (διάφ. γραφ. γήλ-), Πολύβ. 1. 75, 4·οὕτω γεώλοφον, τό, Θεόκρ. 1. 13., 5. 101.
Middle Liddell
crested with earth: as substantive, a hill, hillock, Xen.: so γεώλοφον, ου, τό, Theocr.