πηγυλίς: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], ή, Α<br /><b>1.</b> η [[πάχνη]]<br /><b>2.</b> ο [[πάγος]], ο [[παγετός]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> <b>φρ.</b> «νὺξ [[πηγυλίς]]» — [[νύχτα]] γεμάτη [[παγωνιά]], [[νύχτα]] πολύ [[κρύα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πηγ</i>- του <i>πήγ</i>-<i>νυμι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>υλίς</i> ([[πρβλ]]. [[πιδυλίς]])].
|mltxt=-ίδος, ή, Α<br /><b>1.</b> η [[πάχνη]]<br /><b>2.</b> ο [[πάγος]], ο [[παγετός]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> <b>φρ.</b> «νὺξ [[πηγυλίς]]» — [[νύχτα]] γεμάτη [[παγωνιά]], [[νύχτα]] πολύ [[κρύα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πηγ</i>- του <i>πήγ</i>-<i>νυμι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>υλίς</i> ([[πρβλ]]. [[πιδυλίς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πηγῠλίς:''' -[[ίδος]], θηλ. επίθ. ([[πήγνυμι]] III), [[παγωμένος]], [[κατεψυγμένος]], [[παγετώδης]], σε Ομήρ. Οδ.· ως ουσ., = [[παγετός]], [[πάχνη]], σε Ανθ.
|lsmtext='''πηγῠλίς:''' -ίδος, θηλ. επίθ. ([[πήγνυμι]] III), [[παγωμένος]], [[κατεψυγμένος]], [[παγετώδης]], σε Ομήρ. Οδ.· ως ουσ., = [[παγετός]], [[πάχνη]], σε Ανθ.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 14:14, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηγῠλίς Medium diacritics: πηγυλίς Low diacritics: πηγυλίς Capitals: ΠΗΓΥΛΙΣ
Transliteration A: pēgylís Transliteration B: pēgylis Transliteration C: pigylis Beta Code: phguli/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A (πήγνυμι III) frozen, icy-cold, νὺξ δ' ἄρ' ἐπῆλθε κακὴ Βορέαο πεσόντος π. Od.14.476; ἀϋτμή A.R.2.737.
II as substantive, hoar-frost, rime, AP9.384.24, Alciphr.1.23: pl., frosts, Orph.Fr.270.4.

German (Pape)

[Seite 609] ἡ, reisig, eisig, mit Reif, Frost verbunden, dah. eiskalt; νύξ, Od. 14, 476; ἀϋτμή, An. Rh. 2, 737, Schol. παγετώδης καὶ ψυχρά. – Als subst., Reif, Frost, wie πάγος, πηγάς, Alciphr. 1, 23, Menses Rom. (IX, 384); und im plur. Schneeflocken, Orph.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
glacial.
Étymologie: R. Παγ, rendre consistant ; v. πήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πηγυλίς -ίδος [πήγνυμι] ijskoud.

Russian (Dvoretsky)

πηγῠλίς: ίδος (ῐδ) adj. f ледяной, морозный (νύξ Hom.).
ίδος ἡ мороз или иней (ῥιγεδανὴ π. Anth.).

English (Autenrieth)

ίδος (πήγνῦμι): frosty, icecold, Od. 14.476†.

Greek Monolingual

-ίδος, ή, Α
1. η πάχνη
2. ο πάγος, ο παγετός
3. ως επίθ. φρ. «νὺξ πηγυλίς» — νύχτα γεμάτη παγωνιά, νύχτα πολύ κρύα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ- του πήγ-νυμι + επίθημα -υλίς (πρβλ. πιδυλίς)].

Greek Monotonic

πηγῠλίς: -ίδος, θηλ. επίθ. (πήγνυμι III), παγωμένος, κατεψυγμένος, παγετώδης, σε Ομήρ. Οδ.· ως ουσ., = παγετός, πάχνη, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πηγῠλίς: -ίδος, ἡ, (πήγνυμι ΙΙΙ) ψυχρά, παγετώδης, νὺξ δ’ ἄρ’ ἐπῆλθε κακή, Βορέαο πεσόντος, πηγυλὶς Ὀδ. Ξ. 476· ἀϋτμὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 737. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = πάγος, παγετός, πάχνη, Ἀνθ. Π. 9. 384, Ἀλκίφρων 1. 23· ἐν τῷ πληθ., νιφάδες χιόνος, Ὀρφ. Ἀποσπ. 31.

Middle Liddell

πηγῠλίς, ίδος, πήγνυμι III]
frozen, icy-cold, Od.; as substantive, = παγετός, πάχνη, Anth.