κεραμῖτις: Difference between revisions

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α κεραμῑτις, -ιδος) [[κέραμος]]<br /><b>φρ.</b> «[[κεραμίτις]] γη» ή «[[κεραμίτις]]» — [[χώμα]] κατάλληλο για την κεραμευτική, [[κεραμιδόχωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πολύτιμος]] [[λίθος]] με [[χρώμα]] κεράμου.
|mltxt=η (Α κεραμῖτις, -ιδος) [[κέραμος]]<br /><b>φρ.</b> «[[κεραμίτις]] γη» ή «[[κεραμίτις]]» — [[χώμα]] κατάλληλο για την κεραμευτική, [[κεραμιδόχωμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πολύτιμος]] [[λίθος]] με [[χρώμα]] κεράμου.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κεραμῖτις, -ίτιδος [κέραμος] [[pottenbakkers]]-:. [[κεραμῖτις γῆ]] = [[pottenbakkersaarde]] [[Hp]].
|elnltext=κεραμῖτις, -ίτιδος [κέραμος] [[pottenbakkers]]-:. [[κεραμῖτις γῆ]] = [[pottenbakkersaarde]] [[Hp]].
}}
}}

Latest revision as of 14:41, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμῖτις Medium diacritics: κεραμῖτις Low diacritics: κεραμίτις Capitals: ΚΕΡΑΜΙΤΙΣ
Transliteration A: keramîtis Transliteration B: keramitis Transliteration C: keramitis Beta Code: kerami=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, of or for pottery, κεραμῖτις γῆ = potter's earth, Hp. Morb.1.17, 3.1, Plu.2.827e, Gal.2.137; κεραμῖτις, ἡ, a gem of the colour of potsherds, Plin.HN37.152 (acc. κεραμῖτην, nisi leg. κεραμῖτιν, Cat.Cod.Astr. 8(2).169, cf. 8(1).190).

German (Pape)

[Seite 1420] ιδος, ἡ, γῆ, Töpfererde; Plat. Legg. VIII, 844 b, v.l. κεραμίς; Hippocr.; Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ίτιδος
adj. f.
d'argile : γῆ terre de potier.
Étymologie: κέραμος.

Russian (Dvoretsky)

κεραμῖτις: ῐδος (ῑτ) adj. f горшечная, гончарная (γῆ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰμῖτις: -ιδος, ἡ, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν κεραμευτικήν, κ. γῆ, κεραμευτικὸς πηλός, ὡς τὸ κεραμὶς ΙΙΙ, Ἱππ. 453. 23., 488 7, Πλούτ. 2. 827D· καλεῖται καὶ παρθένιος γῆ παρὰ τῷ Κλήμ. Ἀλ. 321, ἄργιλλα παρὰ τῷ Γαλην.

Greek Monolingual

η (Α κεραμῖτις, -ιδος) κέραμος
φρ. «κεραμίτις γη» ή «κεραμίτις» — χώμα κατάλληλο για την κεραμευτική, κεραμιδόχωμα
αρχ.
πολύτιμος λίθος με χρώμα κεράμου.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραμῖτις, -ίτιδος [κέραμος] pottenbakkers-:. κεραμῖτις γῆ = pottenbakkersaarde Hp.