βύζην: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=adv. <br /><b class="num">1</b> [[abundantemente]], [[a borbotones]] ([[αἷμα]]) β. ἀπιόν Hp.<i>Nat.Puer</i>.15, cf. <i>Mul</i>.1.5, en Erot.29.6, | |dgtxt=adv. <br /><b class="num">1</b> [[abundantemente]], [[a borbotones]] ([[αἷμα]]) β. ἀπιόν Hp.<i>Nat.Puer</i>.15, cf. <i>Mul</i>.1.5, en Erot.29.6, εὐνομίης φόρτοισι ... βριθόμενος β. <i>Epigr.Adesp</i>.982.8.<br /><b class="num">2</b> [[apretadamente]], [[estrechamente]] τοὺς ... ἔσπλους ταῖς ναυσὶν ... β. κλῄσειν ἔμελλον tenían que bloquear las salidas estrechamente con las naves</i> Th.4.8, Arr.<i>An</i>.2.20.8, App.<i>Pun</i>.123, τὰ β. συνεστηκότα στίφη Ph.2.382, β. ὠστιζόμενοι Luc.<i>Lex</i>.4<br /><b class="num">•</b>de pers. [[todos juntos]] κατειλούμενοι β. encerrados todos juntos</i> I.<i>BI</i> 3.296, cf. A.D.<i>Adu</i>.198.13, Sch.D.T.276.24, 562.29.<br /><b class="num">• Etimología:</b> De *βυσ-δην, cf. [[βυνέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:59, 12 June 2024
English (LSJ)
A Adv. close pressed, closely, β. κλείειν Th.4.8, cf. Arr.An.2.20.8, App.Pun.123, etc.; β. ὠστιζόμενοι Luc.Lex.4; τὰ β. συνεστηκότα στίφη Ph.2.382.
II = ἁθρόως (cf. Erot.), Hp.Nat.Puer.15, Mul.1.5.
Spanish (DGE)
adv.
1 abundantemente, a borbotones (αἷμα) β. ἀπιόν Hp.Nat.Puer.15, cf. Mul.1.5, en Erot.29.6, εὐνομίης φόρτοισι ... βριθόμενος β. Epigr.Adesp.982.8.
2 apretadamente, estrechamente τοὺς ... ἔσπλους ταῖς ναυσὶν ... β. κλῄσειν ἔμελλον tenían que bloquear las salidas estrechamente con las naves Th.4.8, Arr.An.2.20.8, App.Pun.123, τὰ β. συνεστηκότα στίφη Ph.2.382, β. ὠστιζόμενοι Luc.Lex.4
•de pers. todos juntos κατειλούμενοι β. encerrados todos juntos I.BI 3.296, cf. A.D.Adu.198.13, Sch.D.T.276.24, 562.29.
• Etimología: De *βυσ-δην, cf. βυνέω.
German (Pape)
[Seite 467] voll, dicht, gedrängt, Thuc. 4, 8, Schol. ἀθρόως, cf. B. A. 612. 942; Arr. An. 1, 19, 3; Luc. Lexiph. 4.
French (Bailly abrégé)
adv.
en masse, en tas.
Étymologie: βύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βύζην βύω adv., dicht op elkaar.
Russian (Dvoretsky)
βύζην: adv. плотно, вплотную (τοὺς ἔσπλους ταῖς ναυσὶν κλῄσειν Thuc.; ὠστιζόμενοι Luc.).
Greek Monolingual
βύζην επίρρ. (Α)
στενά, πυκνά, σφιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βυσδην < (θ.) βυσ- του αορ. έβυσα + (επιρρ. κατάλ.) -δην].
Greek Monotonic
βύζην: (βύω), επίρρ., σφιχτά πιεσμένα, στενά κλεισμένα, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
βύζην: ἐπίρρ., στενῶς πεπιεσμένος, στενῶς, β. κλείειν Θουκ. 4. 8.