τόξαρχος: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=toksarchos
|Transliteration C=toksarchos
|Beta Code=to/carxos
|Beta Code=to/carxos
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[lord of the bow]], [[archer]], of the Persians (cf. [[τόξον]] 1.1), A.''Pers.''556(lyr.).<br><span class="bld">II</span> [[captain of the archers]], IG12.79.7, Th.3.98; also [[τοξάρχης]], Arr.''An.''1.8.4, 1.22.7.
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[lord of the bow]], [[archer]], of the Persians (cf. [[τόξον]] 1.1), [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''556(lyr.).<br><span class="bld">II</span> [[captain of the archers]], IG12.79.7, Th.3.98; also [[τοξάρχης]], Arr.''An.''1.8.4, 1.22.7.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:35, 17 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τόξαρχος Medium diacritics: τόξαρχος Low diacritics: τόξαρχος Capitals: ΤΟΞΑΡΧΟΣ
Transliteration A: tóxarchos Transliteration B: toxarchos Transliteration C: toksarchos Beta Code: to/carxos

English (LSJ)

ὁ,
A lord of the bow, archer, of the Persians (cf. τόξον 1.1), A.Pers.556(lyr.).
II captain of the archers, IG12.79.7, Th.3.98; also τοξάρχης, Arr.An.1.8.4, 1.22.7.

German (Pape)

[Seite 1128] ὁ, der Bogenbeherrscher, der Anführer der Bogenschützen; Aesch. Pers. 548; Thuc. 3, 98; in Athen Anführer der τοξόται, Stadtsoldaten, s. Böckh's ath. Staatshh. I p. 278.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chef des archers.
Étymologie: τόξον, ἄρχω.

Russian (Dvoretsky)

τόξαρχος:токсарх, начальник лучников, командующий лучниками Aesch., Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

τόξαρχος: ὁ, κύριος, ἄρχων τοῦ τόξου, τοξότης, ἐπὶ τῶν Περσῶν (πρβλ. τόξον Ι), Αἰσχύλ. Πέρσ. 556. ΙΙ. ὁ ἀρχηγὸς ἢ διοικητὴς τῶν τοξοτῶν, Θουκ. 3. 98· οὕτω, τοξάρχης Ἀρρ. Ἀν. 1. 8 καὶ 22. 2) ὁ ἀρχηγὸς τῆς φρουρᾶς ἢ τῆς ἀστυφυλακῆς ἒν Ἀθήναις, Συλλ. Ἐπιγ. 80. 6· πρβλ. Böckh P. E. 1. 278· - οὕτω τοξαρχέω, εἶμαι τόξαρχος, Ἐπιγραφ. Ἑρμιον. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1203.

Greek Monolingual

ὁ, Α·1. (για τους Πέρσες) ο αρχηγός τών τοξοτών και όλου του στρατού, στρατηγός («Δαρεῖος μὲν οὕτω τότ' ἀβλαβὴς ἐπῆν τόξαρχος πολιάταις», Αισχύλ.)
2. (ειδικά) διοικητής του σώματος τών τοξοτών, τοξάρχης («τοῦ τοξάρχου ἀποθανόντος», Θουκ.)
3. (στην αρχ. Αθήνα) ο αρχηγός της πολιτοφυλακής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -αρχος].

Greek Monotonic

τόξαρχος: ὁ,
I. ο άρχοντας του τόξου, τοξότης, σε Αισχύλ.
II. ο αρχηγός της στρατιωτικής τάξης των τοξοβόλων, σε Θουκ.

Middle Liddell

τόξ-αρχος, ὁ,
I. lord of the bow, bowman, archer, Aesch.
II. captain of the archers, Thuc.

English (Woodhouse)

commander of archers

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)