ὀμείχω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀμείχω]] και ὀμιχῶ και μιχῶ, -έω (Α)<br />[[ουρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὀμείχω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>meiĝh</i>- «[[ουρώ]]» με προθεματικό [[φωνήεν]] <i>ὁ</i>- και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>mehati</i> «[[ουρώ]]», αβεστ. <i>ma</i><i>ē</i><i>zaiti</i>, αρχ. νορβ. <i>m</i><i>ī</i><i>ga</i> κ.ά. Η συνηρημένη [[μορφή]] του τ. <i>ὀμιχῶ</i> (και <i>μιχῶ</i>, [[χωρίς]] προθεματικό [[φωνήεν]]) μπορεί να εξηγηθεί ως αναλογικός [[σχηματισμός]] από το συνώνυμο <i>οὐρῶ</i>, ενώ το -<i>ι</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε πρόωρο ιωτακισμό λόγω της συνήθους χρήσης του ρήματος (<b>πρβλ.</b> [[ιδίω]], [[ίδος]]). Το ρ. [[ὀμείχω]], [[τέλος]], συνδέεται με το ουσ. [[μοιχός]] ([[χωρίς]] προθεματικό [[φωνήεν]]), το οποίο εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας και έχει εξελιχθεί σημασιολογικά στην [[έννοια]] του διαφθορέα εραστή (<b>βλ.</b> και λ. [[μοιχός]])].
|mltxt=[[ὀμείχω]] και [[ὀμιχῶ]] και [[μιχῶ]], [[μιχέω]] (Α)<br />[[ουρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὀμείχω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>meiĝh</i>- «[[ουρώ]]» με προθεματικό [[φωνήεν]] <i>ὁ</i>- και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>mehati</i> «[[ουρώ]]», αβεστ. <i>ma</i><i>ē</i><i>zaiti</i>, αρχ. νορβ. <i>m</i><i>ī</i><i>ga</i> κ.ά. Η συνηρημένη [[μορφή]] του τ. <i>ὀμιχῶ</i> (και <i>μιχῶ</i>, [[χωρίς]] προθεματικό [[φωνήεν]]) μπορεί να εξηγηθεί ως αναλογικός [[σχηματισμός]] από το συνώνυμο <i>οὐρῶ</i>, ενώ το -<i>ι</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε πρόωρο ιωτακισμό λόγω της συνήθους χρήσης του ρήματος (<b>πρβλ.</b> [[ιδίω]], [[ίδος]]). Το ρ. [[ὀμείχω]], [[τέλος]], συνδέεται με το ουσ. [[μοιχός]] ([[χωρίς]] προθεματικό [[φωνήεν]]), το οποίο εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας και έχει εξελιχθεί σημασιολογικά στην [[έννοια]] του διαφθορέα εραστή (<b>βλ.</b> και λ. [[μοιχός]])].
}}
}}
{{etym
{{etym

Latest revision as of 15:26, 11 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμείχω Medium diacritics: ὀμείχω Low diacritics: ομείχω Capitals: ΟΜΕΙΧΩ
Transliteration A: omeíchō Transliteration B: omeichō Transliteration C: omeicho Beta Code: o)mei/xw

English (LSJ)

make water, μηδ' ἀντ' ἠελίοιο τετραμμένος ὀρθὸς ὀμείχειν Hes.Op.727, Pythag. ap. D.L.8.17: aor. ὤμειξα, ὤμειξεν αἷμα Hippon.55A. (Misspelt ὀμιχεῖν and ὤμιξεν or ὤμηξεν in codd.; cf. Skt. méhati, Lat. meiere, etc.)

Greek Monolingual

ὀμείχω και ὀμιχῶ και μιχῶ, μιχέω (Α)
ουρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀμείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα meiĝh- «ουρώ» με προθεματικό φωνήεν - και συνδέεται με αρχ. ινδ. mehati «ουρώ», αβεστ. maēzaiti, αρχ. νορβ. mīga κ.ά. Η συνηρημένη μορφή του τ. ὀμιχῶ (και μιχῶ, χωρίς προθεματικό φωνήεν) μπορεί να εξηγηθεί ως αναλογικός σχηματισμός από το συνώνυμο οὐρῶ, ενώ το -ι- του τ. οφείλεται πιθ. σε πρόωρο ιωτακισμό λόγω της συνήθους χρήσης του ρήματος (πρβλ. ιδίω, ίδος). Το ρ. ὀμείχω, τέλος, συνδέεται με το ουσ. μοιχός (χωρίς προθεματικό φωνήεν), το οποίο εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας και έχει εξελιχθεί σημασιολογικά στην έννοια του διαφθορέα εραστή (βλ. και λ. μοιχός)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: urinate (Hes. Op. 727; codd. ὀμιχεῖν, s.below.);
Other forms: aor. ὀμεῖξαι (Hippon. 55 A; codd. -ι- or -η-); ἀμῖξαι οὑρῆσαι H.
Derivatives: ὀμείχματα = οὑρήματα (A. Fr. 435 = 487 Mette; codd. -ί-).
Origin: IE [Indo-European] [713] *h₃meiǵh- urinate
Etymology: The persistant itacistic notation is due to the popular character of the word. With the old thematic rootpresent ὀμείχω, which was pushed away by the more respectable οὑρέω (after which ὀμιχέω; s. Wackernagel Unt. 225 n. 1 w. lit.), agree exactly, apart from the ὀ- (Schwyzer 411), both Skt. méhati, Av. maēzaiti and Germ., e.g. ONo. mīga urinate; to ὀμεῖξαι Lat. mīxī . Other presentformations: Lat. mingō (innovation?), OLith. minžu, Arm. mizem (denom. of mēz urine, where one wouls expects a vowel from the laryngeal), Lat. meiō (prob. from *h₃meiǵh-i̯ō) etc. -- WP. 2, 245f., Pok. 713, W. -Hofmann and Ernout-Meillet s. meiō and mingō, Fraenkel s. mỹžti, Vasmer s. Mža; everywhere w. wurther forms and lit. -- Here also μοιχός; s. v. The form ἀμ- is unexplained.

Frisk Etymology German

ὀμείχω: (Hes. Op. 727; codd. ὀμιχεῖν, s.u.),
{omeíkhō}
Forms: Aor. ὀμεῖξαι (Hippon. 55 A; codd. -ι- od. -η-),
Grammar: v.
Meaning: ἀμῖξαι· οὐρῆσαι H.
Derivative: Davon ὀμείχματα = οὐρήματα (A. Fr. 435 = 487 Mette; codd. -ί-).
Etymology : Die durchgehende itazistische Schreibweise hängt mit dem volkstümlichen Charakter des Wortes zusammen. Zum alten thematischen Wz.präsens ὀμείχω, das von dem sittsameren οὐρέω (wonach ὀμιχέω; s. Wackernagel Unt. 225 A. 1 m. Lit.) verdrängt wurde, stimmen genau, vom proth. ὀ- abgesehen (Schwyzer 411), sowohl aind. méhati, aw. maēzaiti wie germ., z.B. ano. mīga harnen; zu ὀμεῖξαι lat. mīxī Andere Präsensbildungen: lat. mingō (Neubildung?), alit. minžu, arm. mizem (Denom. von mēz Harn?), lat. meiō (wohl aus *meiĝh-i̯ō) usw. — WP. 2, 245f., Pok. 713, W. -Hofmann und Ernout-Meillet s. meiō und mingō, Fraenkel s. mỹžti, Vasmer s. Mža; überall m. weiteren Formen und Lit. — Hierher auch μοιχός; s. d.
Page 2,385