ὀξύφωνος: Difference between revisions

From LSJ

εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oksyfonos
|Transliteration C=oksyfonos
|Beta Code=o)cu/fwnos
|Beta Code=o)cu/fwnos
|Definition=ὀξύφωνον, [[shrillvoiced]], [[piercing]] (cf. [[ὀξύς]] II.3), Telest.5; of the nightingale, S.''Tr.''963 (lyr.), Babr.12.3; [[with high-pitched voice]], γυναῖκες Alex.Aphr.''Pr.''1.97: Comp. -ότερος Arist.''HA''538b13, ''GA''787b9.
|Definition=ὀξύφωνον, [[shrillvoiced]], [[piercing]] (cf. [[ὀξύς]] II.3), Telest.5; of the nightingale, S.''Tr.''963 (lyr.), Babr.12.3; [[with high-pitched voice]], γυναῖκες Alex.Aphr.''Pr.''1.97: Comp. -ότερος [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''538b13, ''GA''787b9.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 22:25, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠφωνος Medium diacritics: ὀξύφωνος Low diacritics: οξύφωνος Capitals: ΟΞΥΦΩΝΟΣ
Transliteration A: oxýphōnos Transliteration B: oxyphōnos Transliteration C: oksyfonos Beta Code: o)cu/fwnos

English (LSJ)

ὀξύφωνον, shrillvoiced, piercing (cf. ὀξύς II.3), Telest.5; of the nightingale, S.Tr.963 (lyr.), Babr.12.3; with high-pitched voice, γυναῖκες Alex.Aphr.Pr.1.97: Comp. -ότερος Arist.HA538b13, GA787b9.

German (Pape)

[Seite 355] mit heller, hoher Stimme; ἀηδών, Soph. Trach. 959; Arist. physiogn. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix aiguë, claire ou sonore.
Étymologie: ὀξύς, φωνή.

Russian (Dvoretsky)

ὀξύφωνος: звонкий (ἀηδών Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύφωνος: -ον, ὁ ἔχων ὀξεῖαν, διαπεραστικὴν φωνήν, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος (πρβλ. ὀξὺς ΙΙ. 3), Τελέστ. 6, Σοφ. Τρ. 959· συγκρ. -ώτερος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 13, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 7, κἑξ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀξύφωνος, -ον)
αυτός που έχει οξεία, διαπεραστική φωνήὀξύφωνος ὡς ἀηδών», Σοφ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οξύφωνος
ο αοιδός που έχει ψιλή ανδρική φωνή, ο τενόρος, σε αντιδιαστολή προς τον βαρύτονο ή βαθύφωνο
αρχ.
αυτός που έχει λεπτή φωνή («τὰ θήλεα ὀξυφωνότερα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. βαθύφωνος].

Greek Monotonic

ὀξύφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει διαπεραστική φωνή, φωνή που τρυπάει τα αφτιά, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὀξύ-φωνος, ον, φωνή
sharp-voiced, thrilling, Soph.