αἰπολέω: Difference between revisions
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=to [[tend]] goats, Theocr.: —Pass., of the [[flock]], Aesch. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:54, 3 March 2024
English (LSJ)
only in pres. and impf., tend goats, Eup.13, Theoc.8.85; ᾐπόλει ταῖς αἰξίν Lys.Fr.25:—Pass., ἄνευ βοτῆρος αἰπολούμεναι a flock tended by no herdsman, A.Eu.196.
Spanish (DGE)
1 pastorear, cuidar cabras τὰς αἶγας Lys.Fr.19.1
•gener. abs., Eup.12, Theoc.8.85, prov. de metomentodos o agitadores αἰπόλει σοί pastorea para tí e.e. pastorea tus propias cabras Diogenian.1.4.55, cf. Aristid.Or.28.80.
2 en v. med. pastar las cabras, A.Eu.196.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
faire paître ou garder les chèvres.
Étymologie: αἰπόλος.
German (Pape)
ein Ziegenhirt (αἰπόλος) sein, Theocr. 8.85; Lys. frg. 13 verbindet es mit dem dat. – Pass., weiden, αἰπολούμεναι ἄνευ βοτῆρος χωρεῖτε Aesch. Eum. 187.
Russian (Dvoretsky)
αἰπολέω: пасти (коз и вообще мелкий скот) Lys., Theocr.; pass. пастись Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
αἰπολέω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. κ. παρατατ., βόσκω αἶγας, Εὔπολ. ἐν «Αἰξίν», 9, Θεόκρ. 8. 85· ἠπόλει ταῖς αἰξίν. Λυσ. Ἀποσπ. 13: - Παθ. ἄνευ βοτῆρος αἰπολούμεναι, ὁδηγούμεναι ἄνευ αἰγοβοσκοῦ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 196.
Greek Monotonic
αἰπολέω: μόνο σε ενεστ. και παρατ., βόσκω γίδες, σε Θεόκρ. — Παθ., λέγεται για κοπάδι, ἄνευ βοτῆρος αἰπολούμεναι, χωρίς αιγοβοσκό, σε Αισχύλ.