μέσωρος: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μέσωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που βρίσκεται [[μεταξύ]] της παιδικής και της ανδρικής ηλικίας, [[νεανίας]], [[έφηβος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται σε αυτήν την ενδιάμεση [[ηλικία]] («μέσωρα ὅπλα<br />τὰ καὶ τοῖς παισὶν ἁρμόσαι δυνάμενα», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὅρος]]. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» ([[πρβλ]]. [[δίωρος]])].
|mltxt=[[μέσωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που βρίσκεται [[μεταξύ]] της παιδικής και της ανδρικής ηλικίας, [[νεανίας]], [[έφηβος]]<br /><b>2.</b> αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται σε αυτήν την ενδιάμεση [[ηλικία]] («μέσωρα ὅπλα<br />τὰ καὶ τοῖς παισὶν ἁρμόσαι δυνάμενα», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὅρος]]. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» ([[πρβλ]]. [[δίωρος]])].
}}
{{trml
|trtx====[[adolescent]]===
Arabic: فَتًى‎, فَتَاة‎; Armenian: պատանի; Asturian: adolescente; Azerbaijani: yeniyetmə; Bashkir: үҫмер; Belarusian: падлетак; Bulgarian: юноша, девойка, юношески; Catalan: adolescent; Chinese Mandarin: 青少年, 少年, 姑娘; Czech: dospívající, puberťák, adolescent; Esperanto: adoleska, adoleskulo, adoleskanto; Estonian: noor, teismeline; Finnish: nuori; French: [[adolescent]]; Galician: adolescente, rapaz, rapazolo, mozo, rapazola, rapariga, rapaza, moza; German: [[Jugendliche]]; Greek: [[έφηβος]]; Ancient Greek: [[ἁβατάς]], [[ἀγένειος]], [[εἱβάτας]], [[ἔφαβος]], [[ἔφηβος]], [[ἐφῆλιξ]], [[ἡβατάς]], [[ἡβητήρ]], [[ἡβητής]], [[ἡβήτωρ]], [[μειράκιον]], [[μελλείρην]], [[μελλέφηβος]], [[μελλίρην]], [[μέσωρος]], [[νεανισκάριον]], [[νεανίσκος]], [[νεηνίσκος]], [[πάλλαξ]], [[πρόσηβος]]; Hebrew: נַעַר‎; Hungarian: kamasz, kamaszkori; Ido: adolecanta, adolecanto; Italian: [[adolescente]]; Japanese: 青春, 少年, 少女; Korean: 10대, 청소년; Latin: [[adulescens]]; Macedonian: малолетник, малолетничка, младинец; Malay: remaja; Persian: برنا‎; Polish: nastolatek, nastolatka, adolescent, nastoletni, dojrzewający, adolescencyjny; Portuguese: [[adolescente]], [[rapaz]], [[rapariga]], [[moço]], [[moça]]; Romagnol: adulescént; Serbo-Croatian Roman: adolèscent; Romanian: adolescent, adolescentă; Russian:; Russian: [[подросток]], [[юноша]], [[девушка]], [[подростковый]], [[юношеский]]; Scottish Gaelic: ògail, òigear, òganach; Slovene: mladoleten, mladoletnik, mladoletnica; Spanish: [[adolescente]], [[muchacho]], [[muchacha]], [[chico]], [[chica]]; Swedish: tonåring; Telugu: కౌమార; Turkish: ergen; Ukrainian: підлі́ток
}}
}}

Revision as of 14:05, 8 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέσωρος Medium diacritics: μέσωρος Low diacritics: μέσωρος Capitals: ΜΕΣΩΡΟΣ
Transliteration A: mésōros Transliteration B: mesōros Transliteration C: mesoros Beta Code: me/swros

English (LSJ)

μέσωρον, between the ages, adolescent, Hsch.; also of things, suited to boys and men, Id.; ὅπλα Poll.7.158.

German (Pape)

[Seite 141] im mittleren Alter, zwischen Jüngling u. Mann, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μέσωρος: -ον, ὁ ἁρμόζων εἰς τὸν ἔχοντα ἡλικίαν μεταξὺ παιδικῆς καὶ ἀνδρικῆς, «μέσωρα δὲ ὅπλα τὰ καὶ τοῖς παισὶν ἁρμόσαι δυνάμενα» Πολυδ. Ζ΄, 158, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μέσωρος, -ον (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ της παιδικής και της ανδρικής ηλικίας, νεανίας, έφηβος
2. αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται σε αυτήν την ενδιάμεση ηλικία («μέσωρα ὅπλα
τὰ καὶ τοῖς παισὶν ἁρμόσαι δυνάμενα», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + ὅρος. Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. δίωρος)].

Translations

adolescent

Arabic: فَتًى‎, فَتَاة‎; Armenian: պատանի; Asturian: adolescente; Azerbaijani: yeniyetmə; Bashkir: үҫмер; Belarusian: падлетак; Bulgarian: юноша, девойка, юношески; Catalan: adolescent; Chinese Mandarin: 青少年, 少年, 姑娘; Czech: dospívající, puberťák, adolescent; Esperanto: adoleska, adoleskulo, adoleskanto; Estonian: noor, teismeline; Finnish: nuori; French: adolescent; Galician: adolescente, rapaz, rapazolo, mozo, rapazola, rapariga, rapaza, moza; German: Jugendliche; Greek: έφηβος; Ancient Greek: ἁβατάς, ἀγένειος, εἱβάτας, ἔφαβος, ἔφηβος, ἐφῆλιξ, ἡβατάς, ἡβητήρ, ἡβητής, ἡβήτωρ, μειράκιον, μελλείρην, μελλέφηβος, μελλίρην, μέσωρος, νεανισκάριον, νεανίσκος, νεηνίσκος, πάλλαξ, πρόσηβος; Hebrew: נַעַר‎; Hungarian: kamasz, kamaszkori; Ido: adolecanta, adolecanto; Italian: adolescente; Japanese: 青春, 少年, 少女; Korean: 10대, 청소년; Latin: adulescens; Macedonian: малолетник, малолетничка, младинец; Malay: remaja; Persian: برنا‎; Polish: nastolatek, nastolatka, adolescent, nastoletni, dojrzewający, adolescencyjny; Portuguese: adolescente, rapaz, rapariga, moço, moça; Romagnol: adulescént; Serbo-Croatian Roman: adolèscent; Romanian: adolescent, adolescentă; Russian:; Russian: подросток, юноша, девушка, подростковый, юношеский; Scottish Gaelic: ògail, òigear, òganach; Slovene: mladoleten, mladoletnik, mladoletnica; Spanish: adolescente, muchacho, muchacha, chico, chica; Swedish: tonåring; Telugu: కౌమార; Turkish: ergen; Ukrainian: підлі́ток