δειελινός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=deielinos
|Transliteration C=deielinos
|Beta Code=deielino/s
|Beta Code=deielino/s
|Definition=δειελινή, δειελινόν, = [[δείελος]], [[at evening]], Theoc.13.33; δειελινὴν τὴν δ' εἷλε κακὸς χλόος Call.''Aet.''3.1.12.
|Definition=δειελινή, [[δειελινόν]], = [[δείελος]], [[at evening]], Theoc.13.33; δειελινὴν τὴν δ' εἷλε κακὸς χλόος Call.''Aet.''3.1.12.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[vespertino]], [[del atardecer]] δειελινὸν κλίνοντος ὑπὸ ζόφον ἠελίοιο A.R.1.452<br /><b class="num">•</b>frec. predic. [[al atardecer]] δαῖτα πένοντο δειελινοί Theoc.13.33, δειελινὴν τὴν δ' εἷλε κακὸς χλόος Call.<i>Fr</i>.75.12, σκύλαξ ... δ. ... ἀνεκλίνθη Aesop.307<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[por la tarde]] δ. ὡς κατέδαρθον Theoc.21.39.
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[vespertino]], [[del atardecer]] δειελινὸν κλίνοντος ὑπὸ ζόφον ἠελίοιο A.R.1.452<br /><b class="num">•</b>frec. predic. [[al atardecer]] δαῖτα πένοντο δειελινοί Theoc.13.33, δειελινὴν τὴν δ' εἷλε κακὸς χλόος Call.<i>Fr</i>.75.12, [[σκύλαξ]] ... δ. ... ἀνεκλίνθη Aesop.307<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. [[δειελινόν]]= [[por la tarde]] [[δειελινόν|δειλινὸν]] ὡς κατέδαρθον Theoc.21.39.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:00, 25 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειελινός Medium diacritics: δειελινός Low diacritics: δειελινός Capitals: ΔΕΙΕΛΙΝΟΣ
Transliteration A: deielinós Transliteration B: deielinos Transliteration C: deielinos Beta Code: deielino/s

English (LSJ)

δειελινή, δειελινόν, = δείελος, at evening, Theoc.13.33; δειελινὴν τὴν δ' εἷλε κακὸς χλόος Call.Aet.3.1.12.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
vespertino, del atardecer δειελινὸν κλίνοντος ὑπὸ ζόφον ἠελίοιο A.R.1.452
frec. predic. al atardecer δαῖτα πένοντο δειελινοί Theoc.13.33, δειελινὴν τὴν δ' εἷλε κακὸς χλόος Call.Fr.75.12, σκύλαξ ... δ. ... ἀνεκλίνθη Aesop.307
neutr. como adv. δειελινόν= por la tarde δειλινὸν ὡς κατέδαρθον Theoc.21.39.

German (Pape)

[Seite 535] = folgdm, Theocr. 13, 33, f. δειλινός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. δείελος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειελινός -ή -όν [δείελος] avondlijk.

Russian (Dvoretsky)

δειελινός: Theocr. = δείελος I.

Greek Monolingual

δειελινός, -ή, -όν (Α)
ο δείελος, αυτός που γίνεται κατά το δειλινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητικό τ. του δειλινός.

Greek Monotonic

δειελινός: -ή, -όν, = δείελος, εσπερινός, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

δειελινός: -ή, -όν, = δείελος, ἑσπερινός, πρὸς ἑσπέραν, Θεόκρ. 13. 33.

Middle Liddell

= δείελος
at evening, Theocr.