προμαχεών: Difference between revisions
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=promacheon | |Transliteration C=promacheon | ||
|Beta Code=promaxew/n | |Beta Code=promaxew/n | ||
|Definition=ῶνος, ὁ, [[breastwork]], [[battlement]], in plural, Hdt.1.98, 3.151, X.''An.''7.8.13; π. ἕνα τοῦ τείχεος Hdt.1.164. | |Definition=ῶνος, ὁ, [[breastwork]], [[battlement]], in plural, [[Herodotus|Hdt.]]1.98, 3.151, X.''An.''7.8.13; π. ἕνα τοῦ τείχεος [[Herodotus|Hdt.]]1.164. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:07, 4 September 2023
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, breastwork, battlement, in plural, Hdt.1.98, 3.151, X.An.7.8.13; π. ἕνα τοῦ τείχεος Hdt.1.164.
German (Pape)
[Seite 733] ῶνος, ὁ, Schutzwehr, Bollwerk; Her. 1, 98; τοῦ τείχεος, 1, 164. 3, 151; Xen. An. 7, 8, 13.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
rempart, abri.
Étymologie: προμάχομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προμαχεών -ῶνος, ὁ [πρόμαχος] bolwerk.
Russian (Dvoretsky)
προμᾰχεών: ῶνος ὁ защитный вал, бруствер, бастион (τοῦ τείχεος Her.; ἡ τύρσις προμαχεῶνας πολλοὺς ἔχουσα Xen.).
Greek Monolingual
-ῶνος, ὁ, Α
βλ. προμαχώνας.
Greek Monotonic
προμᾰχεών: -ῶνος, ὁ, προπύργιο, προμαχώνας, Λατ. propugnaculum, σε Ηρόδ., Ξεν.· προμαχέων τοῦ τείχεος, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
προμᾰχεών: -ῶνος, ὁ, προμαχών, Λατ. propugnaculum, Ἡρόδ. 1. 98, Ξεν. Ἀνάβ. 7, 8, 13· πρ. τοῦ τείχεος Ἡρόδ. 1. 164., 3. 151. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προμαχεών· πύργος».
Middle Liddell
προμᾰχεών, ῶνος, ὁ,
a bulwark, rampart, Lat. propugnaculum, Hdt., Xen.; πρ. τοῦ τείχεος Hdt.