θερμοβαφής: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thermovafis | |Transliteration C=thermovafis | ||
|Beta Code=qermobafh/s | |Beta Code=qermobafh/s | ||
|Definition=θερμοβαφές, [[dyed hot]], opp. [[ψυχροβαφής]], [[Theophrastus]] ''De Odoribus'' 22. | |Definition=θερμοβαφές, [[dyed hot]], opp. [[ψυχροβαφής]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''De Odoribus'' 22. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:29, 2 November 2024
English (LSJ)
θερμοβαφές, dyed hot, opp. ψυχροβαφής, Thphr. De Odoribus 22.
German (Pape)
[Seite 1201] ές, warm eingetaucht oder gefärbt, Gegensatz ψυχροβαφής, Theophr. de od. 22.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
trempé dans l'eau chaude.
Étymologie: θερμός, βάπτω.
Greek (Liddell-Scott)
θερμοβᾰφής: -ές, ὁ βαφεὶς θερμός, ἀντίθετον τῷ ψυχροβαφὴς, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 22.
Greek Monolingual
θερμοβαφής, -ές (Α)
αυτός που βάφτηκε ζεστός, που χρωματίστηκε ζεστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμοβαφής, οινοβαφής, υγροβαφής].
Greek Monotonic
θερμοβᾰφής: -ές, αυτός που βάφτηκε με θερμότητα, αντίθ. προς το ψυχροβαφής, σε Θεόφρ.
Middle Liddell
θερμο-βᾰφής, ές
dyed hot, opp. to ψυχροβαφής, Theophr.