Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐφιελίς: Difference between revisions

From LSJ

ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.

Simonides of Kea
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐφιελίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br />[[μέρος]] της μίτρας αρχιερέα η οποία περιβάλλει το [[μέτωπο]], [[κάλυκας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[εσφαλμένος]] τ. [[αντί]] <i>εφηλίς</i>].
|mltxt=[[ἐφιελίς]], -ίδος, ἡ (Α)<br />[[μέρος]] της μίτρας αρχιερέα η οποία περιβάλλει το [[μέτωπο]], [[κάλυκας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[εσφαλμένος]] τ. [[αντί]] <i>εφηλίς</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφιελίς Medium diacritics: ἐφιελίς Low diacritics: εφιελίς Capitals: ΕΦΙΕΛΙΣ
Transliteration A: ephielís Transliteration B: ephielis Transliteration C: efielis Beta Code: e)fieli/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ. = κάλυξ, part of a priest's crown, J.AJ3.7.6 (fort. φιελίς).

Greek Monolingual

ἐφιελίς, -ίδος, ἡ (Α)
μέρος της μίτρας αρχιερέα η οποία περιβάλλει το μέτωπο, κάλυκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφαλμένος τ. αντί εφηλίς].