θυηφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thyifagos
|Transliteration C=thyifagos
|Beta Code=quhfa/gos
|Beta Code=quhfa/gos
|Definition=[ᾰ], ον, [[devouring offerings]], φλόξ A.''Ag.''597.
|Definition=[ᾰ], ον, [[devouring offerings]], φλόξ [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''597.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 21:50, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠηφάγος Medium diacritics: θυηφάγος Low diacritics: θυηφάγος Capitals: ΘΥΗΦΑΓΟΣ
Transliteration A: thyēphágos Transliteration B: thyēphagos Transliteration C: thyifagos Beta Code: quhfa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, devouring offerings, φλόξ A.Ag.597.

German (Pape)

[Seite 1222] φλόξ, Weihrauch verzehrend, Aesch. Ag. 583.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dévore la victime du sacrifice.
Étymologie: θύος, φαγεῖν.

Russian (Dvoretsky)

θυηφάγος: (ᾰ) пожирающий жертву (φλόξ Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

θυηφάγος: ᾰ, ον, καταβροχθίζων τὰς προσφοράς, φλὸξ Αἰσχύλ. Ἀγ. 597.

Greek Monolingual

θυηφάγος, -ον (Α)
(ως επίθ. της φωτιάς τών βωμών) αυτός που κατατρώει, αυτός που καταβροχθίζει τις προσφορές («θυηφάγος φλόξ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυη-, μορφή με την οποία απαντά η λ. θύος ως α' συνθετικό (πρβλ. θυη-δόχος, θυη-πόλος) + -φάγος (< θ. φαγ- του ρ. εσθίω, πρβλ. αόρ. β' έ-φαγ-ον), πρβλ. σαρκοφάγος, χορτοφάγος.

Greek Monotonic

θυηφάγος: [ᾰ], -ον (θύος, φαγεῖν), αυτός που καταβροχθίζει θυσίες, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θυη-φᾰ́γος, ον θύος, φαγεῖν
devouring offerings, Aesch.