αὐτόμολος: Difference between revisions
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "attic" to "Attic") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μολεῖν]]<br />[[going]] of [[oneself]], without [[bidding]]: as [[substantive]] a [[deserter]], Hdt., | |mdlsjtxt=[[μολεῖν]]<br />[[going]] of [[oneself]], without [[bidding]]: as [[substantive]] a [[deserter]], Hdt., Attic | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized |
Revision as of 13:00, 21 September 2023
English (LSJ)
αὐτόμολον,
A going of oneself, without bidding, Opp.H.3.360; coming of oneself, AP 5.21 (Rufin.):—but mostly,
2 as substantive, deserter, Hdt.3.156, al., Th.4.118, al.; παρά τινος X.An.1.7.2; γυνὴ αὐ. Hdt.9.76. Adv. αὐτομόλως = treacherously, S.Fr.691.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que va por propia iniciativa, que va voluntariamente πείσαντα ... πολείτας (sic) αὐτομόλους στρατεύσασθαι habiendo convencido a los ciudadanos de emprender una campaña voluntariamente, LW 107.14 (Teos I a./d.C.), ἥλικες ... κλητοί τ' αὐτόμολοί τε Opp.H.3.360, ταῦρος AP 5.22 (Rufin.), μηδενὸς καλοῦντος, αὐ. φέρων Eus.Marcell.2.4, ἴτω ... αὐ. μὲν μηδείς ..., περιμενέτω δὲ κλῆσιν Cyr.Al.M.68.728A.
2 subst. desertor, tránsfuga ἀληθέως αὐ. Hdt.3.156, τοὺς δὲ αὐτομόλους μὴ δέχεσθαι Th.4.118, ἥκοντες αὐτόμολοι παρὰ μεγάλου βασιλέως X.An.1.7.2, γυνὴ ἐπῆλθε αὐ. Hdt.9.76, μετὰ τῶν αὐτομόλων ἀναγεγράφθαι ser inscrito entre los desertores Isoc.18.49, cf. Aen.Tact.22.14, 40.5, Polyaen.1.48.5, 7.13, 7.25, Men.Asp.43, Plb.1.67.7, 4.57.8, Philost.HE 2.5
•οἱ Αὐτόμολοι = Los Desertores tít. de una obra de Ferécrates, Pherecr.22-36.
II adv. αὐτομόλως = traidoramente s. cont., S.Fr.691.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vient de soi-même ; particul. transfuge, déserteur, qui passe d'un camp dans un autre.
Étymologie: αὐτός, μολοῦμαι, de βλώσκω.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόμολος:
I 2 пришедший по своей воле, т. е. своенравный (πόθος Anth.).
II ὁ перебежчик Her., Xen., Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόμολος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἄκλητος ἐρχόμενος, κλητοί τ’ αὐτόμολοί τε Ὀππ. Ἁλ. 3. 360, Ἀνθ. Π. 5. 22· ἀλλὰ πρὸ πάντων, 2) ὡς οὐσιαστ., ὁ αὐτομολῶν εἰς τὸν ἐχθρόν, Ἡρόδ. 3. 156, κ. ἀλλ., Θουκ. 4. 118, κ. ἀλλ.· παρά τινος Ξεν. Ἀν. 1. 7, 2· γυνὴ αὐτόμολος Ἡρόδ. 9. 76. ― Ἐπίρρ. αὐτομόλως, «προδοτικῶς, Σοφοκλῆς Φαίδρᾳ» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 617)· ― καὶ αὐτομολεί, ἐπίρρ., Φωτ. Ἀμφιλοχ. σ. 343, ἔκδ. Σ. Οἰκ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM αὐτόμολος, -ον)
(ειδικά για στρατιωτικούς) αυτός που εγκαταλείπει τις δικές του τάξεις και προσχωρεί στους αντιπάλους
αρχ.
Ι. αυτόκλητος, ακάλεστος
II. επίρρ. αὐτομόλως
προδοτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + (θ.) μολ-, έμολον, αόρ. β' του βλώσκω «έρχομαι» (πρβλ. αγχίμολος)].
Greek Monotonic
αὐτόμολος: -ον (μολεῖν), αυτός που πηγαίνει από μόνος του, απρόσκλητος· ως ουσ., λιποτάκτης, σε Ηρόδ., Αττ.
Middle Liddell
μολεῖν
going of oneself, without bidding: as substantive a deserter, Hdt., Attic
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ἔρχεται μόνος του, αὐθόρμητα). Σύνθετο ἀπό τό αὐτός + μολεῖν τοῦ βλώσκω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
deserter
Albanian: dezertor; Arabic: هَارِب; Armenian: դասալիք; Azerbaijani: fərari, dezertir; Belarusian: дэзерці́р, дэзэртыр; Bulgarian: дезертьор; Burmese: တပ်ပြေး; Catalan: desertor; Chinese Mandarin: 逃兵; Czech: dezertér, dezertérka, zběh; Danish: desertør; Dutch: deserteur; Estonian: desertöör; Finnish: sotilaskarkuri; French: déserteur, déserteuse; Georgian: დეზერტირი; German: Deserteur, Fahnenflüchtiger; Greek: λιποτάκτης; Ancient Greek: ἀποστάτης, ἀσπιδαποβλής, αὐτόμολος, αὐτομολῶν, αὐτομολήσας, ηὐτομοληκώς, δησέρτωρ, δραπέτης, λειποτάκτης, λιποστρατιώτης, λιποτάκτης, ῥίψασπις, φυγάς; Hebrew: עָרִיק; Hindi: भागू, भग्गू, पलायक; Hungarian: dezertőr, szökevény; Indonesian: desertir; Italian: disertore, disertrice; Japanese: 脱走兵; Kazakh: дезертир, қашқын; Khmer: ទាហានរត់, ទាហានរមត់, អ្នករមត់; Korean: 탈영병(脫營兵), 탈주병(脫走兵), 탈주자(脫走者), 탈영자(脫營者), 변절자(變節者); Kurdish Northern Kurdish: revok; Kyrgyz: дезертир, качкын; Latin: desertor; Latvian: dezertieris; Lithuanian: dezertyras; Macedonian: дезертер; Malay: pembolos; Norwegian Bokmål: desertør; Nynorsk: desertør; Pashto: پراري, ښکری; Persian: فراری; Polish: dezerter, dezerterka; Portuguese: desertor; Romanian: dezertor; Russian: дезертир; Serbo-Croatian Cyrillic: дезѐрте̄р; Roman: dezèrtēr; Slovak: dezertér, dezertérka, zbeh; Slovene: dezerter; Spanish: desertor; Swedish: desertör; Tajik: фирорӣ, гуреза; Thai: ผู้ละทิ้ง; Turkish: asker kaçağı, firari; Ukrainian: дезертир; Uzbek: dezertir, qochoq; Vietnamese: kẻ đào