διαψαίρω: Difference between revisions
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
|||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=[[mostly]] in pres., to [[brush]] or [[blow]] [[away]], Ar. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:15, 3 March 2024
English (LSJ)
A brush away, blow away, θυμιαμάτων αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar.Av.1717; διαψαίρουσα πέπλους (sc. αὔρα) Hermipp.6; cleanse, γλώσσῃ διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους E.Fr.926; scratch through, of birds, Opp.H.2.115.
II intr., flutter in the wind, Nic.Al.127.
Spanish (DGE)
I tr.
1 dispersar θυμιαμάτων ... αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar.Au.1717, λεπτοὺς διαψαίρουσα πέπλους (una brisa) agitando los ligeros peplos Hermipp.5.
2 escarbar, limpiar γλώσσῃ διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους E.Fr.926, λάχνην διαψαίρουσι πόδεσσιν ref. a los pájaros, Opp.H.2.115.
II intr. dispersarse γήρεια ... τεθρυμμένα ... διαψαίρουσι πνοῇσι Nic.Al.127.
German (Pape)
[Seite 614] durchreiben, durchstreichen; αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ar Av. 1717; durchscharren, ὄρνιθες πόδεσσι Opp. H. 2, 116; intr., οἶά τε γήρ ια διαψαίρουσιν ἀέλλαις, ein Spiel der Winde werden, Nic. Al. 127.
French (Bailly abrégé)
I. tr. 1 disperser d'un souffle;
2 secouer, agiter en parl. du vent;
3 gratter de ci de là, fouiller en parl. d'oiseaux;
II. intr. se disperser.
Étymologie: διά, ψαίρω.
Russian (Dvoretsky)
διαψαίρω: развеивать (πλεκτάνην καπνοῦ Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
διαψαίρω: ἐκτρίβω, παρασύρω διὰ τῆς πνοῆς, αὖραι διαψαίρουσι πλεκτάνην καπνοῦ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1717· διαψαίρουσα πέπλους (ἐνν. αὔρα) Ἕρμιππ. Ἀθ. Γον. 4· -σκαλίζω, ἐπὶ πτηνῶν, Ὀππ. Ἁλ. 2. 115. ΙΙ. ἀμεταβ., πτερυγίζω ἐν τῷ ἀνέμῳ, Νίκ. Ἀλ. 127.
Greek Monolingual
διαψαίρω (Α)
1. παρασύρω με την πνοή, διασκορπίζω
2. (για πουλιά) σκαλίζω
3. (αμτβ.) φτερουγίζω στον άνεμο
4. καθαρίζω («γλώσση διαψαίρουσα μυκτήρων πόρους», Ευρ.).
Greek Monotonic
διαψαίρω: κυρίως στον ενεστ., εκτρίβω ή παρασύρω μακριά με φύσημα, σε Αριστοφ.