ὁμοερκής: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omoerkis
|Transliteration C=omoerkis
|Beta Code=o(moerkh/s
|Beta Code=o(moerkh/s
|Definition=ὁμοερκές, [[within the same house]] or [[within the same prison]], Sol. ap. Poll.6.156, Din.''Fr.''84 S.; <b class="b3">ὁ. κίονες</b>, of pillars in mines, like [[μεσοκρινεῖς]], ''AB''286:—also [[ὁμοειρκτής]], οῦ, ὁ, Phot.
|Definition=ὁμοερκές, [[within the same house]] or [[within the same prison]], Sol. ap. Poll.6.156, Din.''Fr.''84 S.; <b class="b3">ὁμοερκεῖς κίονες</b>, of [[pillar]]s in [[mine]]s, like [[μεσοκρινής|μεσοκρινεῖς]], ''AB''286:—also [[ὁμοειρκτής]], οῦ, ὁ, Phot.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 18:59, 9 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοερκής Medium diacritics: ὁμοερκής Low diacritics: ομοερκής Capitals: ΟΜΟΕΡΚΗΣ
Transliteration A: homoerkḗs Transliteration B: homoerkēs Transliteration C: omoerkis Beta Code: o(moerkh/s

English (LSJ)

ὁμοερκές, within the same house or within the same prison, Sol. ap. Poll.6.156, Din.Fr.84 S.; ὁμοερκεῖς κίονες, of pillars in mines, like μεσοκρινεῖς, AB286:—also ὁμοειρκτής, οῦ, ὁ, Phot.

German (Pape)

[Seite 334] ές, in demselben Gehäge, Gehöfte, Sol. bei Poll. 6, 156, der das Wort tadelt. – B. A. 286 sind ὁμοερκεῖς κίονες erkl. οἱ τῶν μετάλλων κίονες.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοερκής: -ές, ὁ ὑφ’ ἓν ἕρκος μένων, τουτέστιν ὑπὸ τὸν αὐτὸν περίβολον, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ. ὁμοερκές, Σόλων παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 156· ὁμ. κίονες ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς μεταλλείοις στύλων, ὡς τὸ μεσοκρινεῖς, Α. Β. 286· ― ὡσαύτως ὁμοείρκτης, ου, ὁ, «ὁμότοιχος· ἐκ τοῦ αὐτοῦ γένους» Φώτ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 171.

Greek Monolingual

ὁμοερκής, -ές (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια οικία ή στην ίδια φυλακή με κάποιον
2. φρ. «κίονες ὁμοερκεῖς» — κίονες που χρησιμοποιούνταν ως στήριγμα σε μεταλλεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ερκής (< ἔρκος «φραγμός»), πρβλ. ευερκής].