μεσοκρινής
English (LSJ)
μεσοκρινές, parting in the middle: μ. (sc. κίων), ὁ, pillar left as a support in working mines, in plural, Plu.2.843d, Poll.3.87.
German (Pape)
[Seite 138] ές, in der Mitte unterscheidend; κίων, Mittelpfeiler, Plut. X oratt. 7 p. 256; in Bergwerken, Poll. 7, 98.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui sépare par le milieu, qui sert de séparation.
Étymologie: μέσος, κρίνω.
Russian (Dvoretsky)
μεσοκρῐνής: делящий посредине, разделяющий пополам, т. е. срединный (κίων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μεσοκρῐνής: -ές, ὁ χωρίζων εἰς τὸ μέσον, κίων μεσοκρινής, ὃν καταλείπουσιν οἱ μεταλλεῖς ὅπως ἀνέχῃ τὴν γῆν, Πλούτ. 2. 843D, Πολυδ. Γ΄, 87.
Greek Monolingual
μεσοκρινής, -ές (Α)
1. αυτός που χωρίζει κάτι στη μέση
2. φρ. «μεσοκρινής (κίων)» — ο στύλος που τοποθετούσαν οι μεταλλωρύχοι στα υπόγεια ορύγματα τών ορυχείων για να συγκρατεί το χώμα και τις πέτρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -κρινής (< κρίνω), πρβλ. ευκρινής].