μεσοκρινής

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσοκρῐνής Medium diacritics: μεσοκρινής Low diacritics: μεσοκρινής Capitals: ΜΕΣΟΚΡΙΝΗΣ
Transliteration A: mesokrinḗs Transliteration B: mesokrinēs Transliteration C: mesokrinis Beta Code: mesokrinh/s

English (LSJ)

μεσοκρινές, parting in the middle: μ. (sc. κίων), ὁ, pillar left as a support in working mines, in plural, Plu.2.843d, Poll.3.87.

German (Pape)

[Seite 138] ές, in der Mitte unterscheidend; κίων, Mittelpfeiler, Plut. X oratt. 7 p. 256; in Bergwerken, Poll. 7, 98.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui sépare par le milieu, qui sert de séparation.
Étymologie: μέσος, κρίνω.

Russian (Dvoretsky)

μεσοκρῐνής: делящий посредине, разделяющий пополам, т. е. срединный (κίων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μεσοκρῐνής: -ές, ὁ χωρίζων εἰς τὸ μέσον, κίων μεσοκρινής, ὃν καταλείπουσιν οἱ μεταλλεῖς ὅπως ἀνέχῃ τὴν γῆν, Πλούτ. 2. 843D, Πολυδ. Γ΄, 87.

Greek Monolingual

μεσοκρινής, -ές (Α)
1. αυτός που χωρίζει κάτι στη μέση
2. φρ. «μεσοκρινής (κίων)» — ο στύλος που τοποθετούσαν οι μεταλλωρύχοι στα υπόγεια ορύγματα τών ορυχείων για να συγκρατεί το χώμα και τις πέτρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -κρινής (< κρίνω), πρβλ. ευκρινής].