σαρωνίς: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σορωνίς]], -[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> πολύχρονη [[δρυς]] με εσωτερικό [[κοίλωμα]], με [[κουφάλα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σαρωνίδες πέτραι ἢ διὰ [[παλαιότητα]] κεχηνυῖαι δρύες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη φαίνεται η [[σύνδεση]] της λ. με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «<i>σαρῶνες</i><br /><i>τὰ τῶν θηρατῶν λινά</i>» (πιθ. παρεφθαρμένος τ. του <i>σαρδόνες</i> «[[σχοινί]] κυνηγετικό»). Πιθανότερη φαίνεται η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[σαίρω]] (Ι) «[[χάσκω]]» (<b>πρβλ.</b> [[σάρων]])].
|mltxt=και [[σορωνίς]], -ίδος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> πολύχρονη [[δρυς]] με εσωτερικό [[κοίλωμα]], με [[κουφάλα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σαρωνίδες πέτραι ἢ διὰ [[παλαιότητα]] κεχηνυῖαι δρύες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη φαίνεται η [[σύνδεση]] της λ. με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «<i>σαρῶνες</i><br /><i>τὰ τῶν θηρατῶν λινά</i>» (πιθ. παρεφθαρμένος τ. του <i>σαρδόνες</i> «[[σχοινί]] κυνηγετικό»). Πιθανότερη φαίνεται η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[σαίρω]] (Ι) «[[χάσκω]]» (<b>πρβλ.</b> [[σάρων]])].
}}
}}
{{etym
{{etym

Latest revision as of 14:17, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰρωνίς Medium diacritics: σαρωνίς Low diacritics: σαρωνίς Capitals: ΣΑΡΩΝΙΣ
Transliteration A: sarōnís Transliteration B: sarōnis Transliteration C: saronis Beta Code: sarwni/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, an old hollow oak, Call.Jov.22, Poet. ap. Parth.11.4, Eleg.Alex.Adesp.1.10; Hsch. cites also σορωνίς· ἐλάτη παλαιά.

German (Pape)

[Seite 864] ίδος, ἡ, alte hohle od. faule Eiche; Callim. Iov. 22; Parthen. 11; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰρωνίς: -ίδος, ἡ, παλαιὰ δρῦς ἔσωθεν κοίλη, Καλλ. εἰς Δία 22, Νικαίν. παρὰ Παρθεν. 11. 2, «σαρωνίδες· πέτραι, ἢ διὰ παλαιότητα κεχηνυῖαι δρύες» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ.· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σορωνίς. «ἐλάτη παλαιά».

Greek Monolingual

και σορωνίς, -ίδος, ἡ, Α
1. πολύχρονη δρυς με εσωτερικό κοίλωμα, με κουφάλα
2. (κατά τον Ησύχ.) «σαρωνίδες πέτραι ἢ διὰ παλαιότητα κεχηνυῖαι δρύες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη φαίνεται η σύνδεση της λ. με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «σαρῶνες
τὰ τῶν θηρατῶν λινά» (πιθ. παρεφθαρμένος τ. του σαρδόνες «σχοινί κυνηγετικό»). Πιθανότερη φαίνεται η σύνδεση της λ. με το ρ. σαίρω (Ι) «χάσκω» (πρβλ. σάρων)].

Frisk Etymological English

-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: old hollow oak (Call. Jov. 22 a. o., H.), also with -ο- (vowelharmony?; Schulze Kl. Schr. 661 f.) σορωνίς ἐλάτη παλαιά H.; cf. δρυμὸς Σόρων (Paus. 8, 23, 8).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: After Strömberg Wortstud. 29 from σαρῶνες τὰ τῶν θηρατῶν λίνα H., which is in spite of the parallels adduced hardly convincing. -- The variation points to a Pre-Greek word.

Frisk Etymology German

σαρωνίς: -ίδος
{sarōnís}
Grammar: f.
Meaning: alte hohle Eiche (Kall. Jov. 22 u. a., H.), auch mit -ο- (Vokalharmonie?; Schulze Kl. Schr. 661 f.) σορωνίς· ἐλάτη παλαιά H.; dazu δρυμὸς Σόρων (Paus. 8, 23, 8).
Etymology: Nach Strömberg Wortstud. 29 aus σαρῶνες· τὰ τῶν θηρατῶν λίνα H., was trotz den dort angeführten Parallelen kaum überzeugt.
Page 2,680