κεράστης: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
m (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κεράστης]], θηλ. [[κεραστίς]], -[[ίδος]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κέρατα («κεράστην ἔλαφον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος από [[κέρατο]] («[[κεράστης]] [[αὐλός]]»)<br /><b>3.</b> [[γένος]] φιδιών που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] viperidae<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] εντόμου που καταστρέφει τα σύκα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> που συν. εμφανίζεται σε μεταρρηματικά παρ.].
|mltxt=ο (Α [[κεράστης]], θηλ. [[κεραστίς]], -ίδος)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κέρατα («κεράστην ἔλαφον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> κατασκευασμένος από [[κέρατο]] («[[κεράστης]] [[αὐλός]]»)<br /><b>3.</b> [[γένος]] φιδιών που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκει στην [[οικογένεια]] viperidae<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] εντόμου που καταστρέφει τα σύκα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέρας]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> που συν. εμφανίζεται σε μεταρρηματικά παρ.].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεράστης:''' -ου, κλητ. <i>κεράστα</i>, <i>ὁ</i>, αυτός που έχει κέρατα, [[ἔλαφος]], σε Σοφ., Ευρ.· θηλ. [[κεραστίς]], <i>-[[ίδος]]</i>, λέγεται για την Ιώ, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κεράστης:''' -ου, κλητ. <i>κεράστα</i>, <i>ὁ</i>, αυτός που έχει κέρατα, [[ἔλαφος]], σε Σοφ., Ευρ.· θηλ. [[κεραστίς]], <i>-ίδος</i>, λέγεται για την Ιώ, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κεράστης]], ου,<br />[[horned]], [[ἔλαφος]] Soph., Eur.:—fem. [[κεραστίς]], ίδος, of Io, Aesch.
|mdlsjtxt=[[κεράστης]], ου,<br />[[horned]], [[ἔλαφος]] Soph., Eur.:—fem. [[κεραστίς]], ίδος, of Io, Aesch.
}}
}}

Revision as of 14:09, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεράστης Medium diacritics: κεράστης Low diacritics: κεράστης Capitals: ΚΕΡΑΣΤΗΣ
Transliteration A: kerástēs Transliteration B: kerastēs Transliteration C: kerastis Beta Code: kera/sths

English (LSJ)

κεράστου, ὁ,
A horned, ἔλαφος S.El.568; κάνθαρος Id.Ichn.300; of a ram, ὦ κεράστα E.Cyc.52 (lyr.); Πάν Antip.Oxy.662.49, Corn. ND27; Σάτυροι Luc.Bacch.1:—fem. κεραστίς, ίδος, of Io, A.Pr. 674.
II as substantive, horned serpent or asp, Cerastes cornutus, Nic. Th.258, LXX Pr.23.32, D.S.3.50, Ael.NA1.57; οἱ κ. ὄφεις Call.Hist. 3.
2 pest which destroys fig trees, Thphr. HP 4.14.5, 5.4.5.

German (Pape)

[Seite 1422] gehörnt; ἔλαφος Soph. El. 558; vom Widder, Eur. Cycl. 52 u. Sp.; – als subst., ὁ, die Hornschlange, Nic. Th. 260 D. Sic. 3, 508. Emp. adv. log. 1, 252; – auch ein der Feige schädlicher Käfer, Theophr.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui a des cornes, cornu.
Étymologie: κέρας.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεράστης, -ου [κέρας] vocat. sing. κεράστα gehoornd; subst. hoorndrager (ram); gehoornde slang.

Russian (Dvoretsky)

κεράστης: ου adj. m рогатый (ἔλαφος Soph.; Σάτυροι Luc.).
ου ὁ рогатая змея Diod., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

κεράστης: -ου, ἡ, ἔχων κέρατα, ἔλαφος Σοφ. Ἠλ. 568· ἐπὶ κριοῦ, ὦ κεράστα Εὐρ. Κύκλ. 52· Σάτυροι Λουκ. Διόνυσ. 1· ― θηλ. κεραστίς, -ίδος, (οὐχὶ κέραστις, Ἀρκάδ. 35), ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ Προμ. 674. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὄφις τις κερασφόρος, Λατ. cerastes, Διόδ. 3. 50, Νικ. Θηρ. 258. 2) ἔντομόν τι καταστρέφον τὰ σῦκα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 4. 5.

Greek Monolingual

ο (Α κεράστης, θηλ. κεραστίς, -ίδος)
1. αυτός που έχει κέρατα («κεράστην ἔλαφον», Σοφ.)
2. κατασκευασμένος από κέρατοκεράστης αὐλός»)
3. γένος φιδιών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια viperidae
αρχ.
ονομασία εντόμου που καταστρέφει τα σύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + κατάλ. -της που συν. εμφανίζεται σε μεταρρηματικά παρ.].

Greek Monotonic

κεράστης: -ου, κλητ. κεράστα, , αυτός που έχει κέρατα, ἔλαφος, σε Σοφ., Ευρ.· θηλ. κεραστίς, -ίδος, λέγεται για την Ιώ, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

κεράστης, ου,
horned, ἔλαφος Soph., Eur.:—fem. κεραστίς, ίδος, of Io, Aesch.