ὅπλισις: Difference between revisions

From LSJ

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oplisis
|Transliteration C=oplisis
|Beta Code=o(/plisis
|Beta Code=o(/plisis
|Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[preparing for war]], [[equipment]], [[accoutrement]], [[arming]], ὁπλίσεις ἀνδρῶν Ar.''Ra.''1036; εὐσταλεῖς τῇ ὁ. Th.3.22; περὶ ὅπλισιν [τοῦ δήμου] Arist.''Pol.''1297a16.<br><span class="bld">2</span> [[armour]], τῆς ὁ. σχέσις Pl.''Ti.''24b, cf. Ephor.54J.
|Definition=ὁπλίσεως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[preparing for war]], [[equipment]], [[accoutrement]], [[arming]], ὁπλίσεις ἀνδρῶν Ar.''Ra.''1036; εὐσταλεῖς τῇ ὁ. Th.3.22; περὶ ὅπλισιν [τοῦ δήμου] Arist.''Pol.''1297a16.<br><span class="bld">2</span> [[armour]], τῆς ὁπλίσεως σχέσις Pl.''Ti.''24b, cf. Ephor.54J.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:42, 9 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὅπλῐσις Medium diacritics: ὅπλισις Low diacritics: όπλισις Capitals: ΟΠΛΙΣΙΣ
Transliteration A: hóplisis Transliteration B: hoplisis Transliteration C: oplisis Beta Code: o(/plisis

English (LSJ)

ὁπλίσεως, ἡ,
A preparing for war, equipment, accoutrement, arming, ὁπλίσεις ἀνδρῶν Ar.Ra.1036; εὐσταλεῖς τῇ ὁ. Th.3.22; περὶ ὅπλισιν [τοῦ δήμου] Arist.Pol.1297a16.
2 armour, τῆς ὁπλίσεως σχέσις Pl.Ti.24b, cf. Ephor.54J.

German (Pape)

[Seite 359] ἡ, das Bewaffnen, die Rüstung; ὁπλίσεις ἀνδρῶν, Ar. Ran. 1034; ἡ τῆς ὁπλίσεως αὐτῶν σχέσις, Plat. Tim. 24 b; ἦσαν δὲ εὐσταλεῖς τῇ ὁπλίσει, Thuc. 3, 22; Xen. u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d'armer, armement.
Étymologie: ὁπλίζω.

Russian (Dvoretsky)

ὅπλῐσις: εως ἡ
1 вооружение, снабжение оружием, надевание оружия Arst., Arph.;
2 вооружение, оружие Thuc., Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ὅπλῐσις: ἡ, παρασκευή, ἑτοιμασία πρὸς πόλεμον, ὁπλισμός, περιβολὴ τῆς πανοπλίας, ὁπλίσεις ἀνδρῶν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1036· εὐσταλεῖς τῇ ὁπλίσει Θουκ. 3. 22· περὶ ὅπλισιν τοῦ [δήμου] Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 13, 1. 2) ὁπλισμός, τὰ ὅπλα περιληπτικῶς, τῆς ὁπλ. σχέσις Πλάτ. Τίμ. 24Β. ― Ὁ τύπος ὁπλῐσία ἐν Ἀνθ. Π. 210, εἶναι ἐξ εἰκασίας τοῦ Lobeck.

Greek Monotonic

ὅπλῐσις: ἡ, εφοδιασμός, προμήθεια, εξοπλισμός, αρμάτωμα, σε Αριστοφ., Θουκ.