μελικηρίς: Difference between revisions
ὁ κόσμος ἀλλοίωσις, ὁ βίος ὑπόληψις → the universe is flux, life is opinion | the universe is transformation: life is opinion | the universe is change, life is a fleeting impression | the universe—mutation: life—opinion
m (Text replacement - "Aehnli" to "Ähnli") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0123.png Seite 123]] ίδος, ἡ, ein bösartiger Kopfausschlag, nach der Ähnlichkeit mit dem Folgenden benannt, Medic. Auch = Honigkuchen, Ath. XIV, 648 b. – Bei Hesych. eine Art Weinstock. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0123.png Seite 123]] ίδος, ἡ, ein bösartiger [[Kopfausschlag]], nach der Ähnlichkeit mit dem Folgenden benannt, Medic. Auch = Honigkuchen, Ath. XIV, 648 b. – Bei Hesych. eine Art Weinstock. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> mélicéris, <i>tumeur dont le pus ressemble à du miel</i>;<br /><b>2</b> [[gâteau de miel]].<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[κηρός]]. | |btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>1</b> [[mélicéris]], <i>tumeur dont le pus ressemble à du miel</i>;<br /><b>2</b> [[gâteau de miel]].<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[κηρός]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελῐκηρίς''': -ίδος, ἡ, meliceris ἢ tinea favosa, διαβρωτικόν τι [[ἐξάνθημα]] τῆς κεφαλῆς ἔχον ὁμοιότητα πρὸς κηρήθραν, Ἱππ. 113C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μελικηρίς]]... [[πάθος]] ἔνικμον, μελιτῶδες ὑγρὸν ἔχον». ΙΙ. [[εἶδος]] πλακοῦντος μετὰ μέλιτος παρεσκευασμένου, «μελόπηττα», Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 174Β. ΙΙΙ. κηρήθρα, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 523. IV. [[εἶδος]] ἀμπέλου, Εὐστ. 1656. 63. V. πόα τις, Ἡσύχ. | |lstext='''μελῐκηρίς''': -ίδος, ἡ, [[meliceris]] ἢ [[tinea]] favosa, διαβρωτικόν τι [[ἐξάνθημα]] τῆς κεφαλῆς ἔχον ὁμοιότητα πρὸς κηρήθραν, Ἱππ. 113C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μελικηρίς]]... [[πάθος]] ἔνικμον, μελιτῶδες ὑγρὸν ἔχον». ΙΙ. [[εἶδος]] πλακοῦντος μετὰ μέλιτος παρεσκευασμένου, «μελόπηττα», Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 174Β. ΙΙΙ. κηρήθρα, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 523. IV. [[εἶδος]] ἀμπέλου, Εὐστ. 1656. 63. V. πόα τις, Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |
Revision as of 10:19, 22 October 2024
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, Medic., a kind of
A cyst or wen, from its resembling a honeycomb, Hp. Prorrh.2.42, Antyll. ap. Orib.45.3 tit., cf. Sch.ad loc.
II honey-cake, Philox.2.17 (as f.l.).
III honeycomb, POxy.936.10 (iii A.D.), Sch.Ar. Th.523.
IV kind of vine, Eust.1656.63.
German (Pape)
[Seite 123] ίδος, ἡ, ein bösartiger Kopfausschlag, nach der Ähnlichkeit mit dem Folgenden benannt, Medic. Auch = Honigkuchen, Ath. XIV, 648 b. – Bei Hesych. eine Art Weinstock.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 mélicéris, tumeur dont le pus ressemble à du miel;
2 gâteau de miel.
Étymologie: μέλι, κηρός.
Greek (Liddell-Scott)
μελῐκηρίς: -ίδος, ἡ, meliceris ἢ tinea favosa, διαβρωτικόν τι ἐξάνθημα τῆς κεφαλῆς ἔχον ὁμοιότητα πρὸς κηρήθραν, Ἱππ. 113C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μελικηρίς... πάθος ἔνικμον, μελιτῶδες ὑγρὸν ἔχον». ΙΙ. εἶδος πλακοῦντος μετὰ μέλιτος παρεσκευασμένου, «μελόπηττα», Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 174Β. ΙΙΙ. κηρήθρα, Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 523. IV. εἶδος ἀμπέλου, Εὐστ. 1656. 63. V. πόα τις, Ἡσύχ.
Spanish
Greek Monolingual
μελικηρίς, ή (ΑM)
1. (κατά τον Ευστάθ.) είδος αμπέλου
2. ιατρ. είδος μικρού εξανθήματος στο τριχωτό μέρος του κεφαλιού, που μοιάζει με κηρήθρα, ή μικρού χελωνιού που εκκρίνει υγρό σαν μέλι
3. είδος πίτας ή γλυκίσματος που παρασκευάζεται με μέλι, μελόπιτα, κερόπιτα
4. κηρήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελίκηρος + κατάλ. -ίς].
Léxico de magia
ἡ pastel de miel P III 374 (fr. lac.)