μαστίγιον: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
mNo edit summary
Line 9: Line 9:
|Beta Code=masti/gion
|Beta Code=masti/gion
|Definition=-ου, τό, ''Dim. of'' [[μάστιξ]], [[whip]], M.Ant.10.38.
|Definition=-ου, τό, ''Dim. of'' [[μάστιξ]], [[whip]], M.Ant.10.38.
}}
{{pape
|ptext=τό, dim. zu [[μάστιξ]], St.B. v. [[Δωδώνη]].
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[μαστίγιον]])<br />μικρή [[μάστιγα]], καμ(ου)τσίκι («το [[μαστίγιο]] του ιππέα»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για προφορικό ή γραπτό λόγο) [[δριμύς]], [[καυστικός]], [[ανελέητος]] («ο [[λόγος]] που εκφώνησε ο [[πρωθυπουργός]] ήταν αληθινό [[μαστίγιο]] [[κατά]] τών τρομοκρατικών οργανώσεων»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «με το [[μαστίγιο]]» — με την [[άσκηση]] ή την [[απειλή]] βίας<br /><b>3.</b> <b>βιολ.</b> α) κινητό [[νημάτιο]], μοναδικό ή πολλαπλό, που εκφύεται από την [[επιφάνεια]] πολλών κυττάρων, πρωτοζώων, βακτηρίων<br />β) το τελικό [[άρθρο]] τών κεραιών τών εντόμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάστιξ]], -<i>ιγος</i> <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μαστίγιον''': -ου, τό, ὑποκορ. τοῦ [[μάστιξ]], μικρὰ [[μάστιξ]], Μ. Ἀντωνῖν. 10. 38.
|lstext='''μαστίγιον''': -ου, τό, ὑποκορ. τοῦ [[μάστιξ]], μικρὰ [[μάστιξ]], Μ. Ἀντωνῖν. 10. 38.
}}
{{pape
|ptext=τό, dim. zu [[μάστιξ]], St.B. v. [[Δωδώνη]].
}}
}}
{{trml
{{trml

Revision as of 21:59, 25 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστῑγιον Medium diacritics: μαστίγιον Low diacritics: μαστίγιον Capitals: ΜΑΣΤΙΓΙΟΝ
Transliteration A: mastígion Transliteration B: mastigion Transliteration C: mastigion Beta Code: masti/gion

English (LSJ)

-ου, τό, Dim. of μάστιξ, whip, M.Ant.10.38.

German (Pape)

τό, dim. zu μάστιξ, St.B. v. Δωδώνη.

Greek Monolingual

το (Α μαστίγιον)
μικρή μάστιγα, καμ(ου)τσίκι («το μαστίγιο του ιππέα»)
νεοελλ.
1. μτφ. (για προφορικό ή γραπτό λόγο) δριμύς, καυστικός, ανελέητος («ο λόγος που εκφώνησε ο πρωθυπουργός ήταν αληθινό μαστίγιο κατά τών τρομοκρατικών οργανώσεων»)
2. φρ. «με το μαστίγιο» — με την άσκηση ή την απειλή βίας
3. βιολ. α) κινητό νημάτιο, μοναδικό ή πολλαπλό, που εκφύεται από την επιφάνεια πολλών κυττάρων, πρωτοζώων, βακτηρίων
β) το τελικό άρθρο τών κεραιών τών εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, -ιγος + υποκορ. κατάλ. -ιον].

Greek (Liddell-Scott)

μαστίγιον: -ου, τό, ὑποκορ. τοῦ μάστιξ, μικρὰ μάστιξ, Μ. Ἀντωνῖν. 10. 38.

Translations

whip

Afrikaans: roer, sweep; Albanian: kamxhik; Arabic: سَوْط‎; Egyptian Arabic: كرباج‎; Moroccan Arabic: مشحاطة‎; Armenian: մտրակ; Asturian: llátigu; Azerbaijani: çubuq, qamçı; Bashkir: сыбыртҡы, ҡамсы; Belarusian: пу́га, бізу́н, плётка, біч, нага́йка, дубе́ц, хлыст; Bengali: বেত; Bulgarian: бич, камши́к, нага́йка; Catalan: fuet, flagell; Cebuano: latigo; Chamicuro: ashpijka'chachi; Chechen: шадд; Chickasaw: ishfama'; Chinese Mandarin: 鞭子; Cornish: hwypp; Czech: bič; Danish: pisk; Dutch: zweep; Esperanto: vipo; Estonian: piitsutama; Faroese: píska; Finnish: piiska, ruoska; French: fouet; Galician: látego, tralla, zurriago, zorrega, azorrague, vergallo, verdasco, rebenque, azoute; Georgian: შოლტი; German: Peitsche; Greek: μαστίγιο; Ancient Greek: ἄβδης, βοῦς, δορκαλῖδες, δράκαινα, ἱμάς, ἱμάσθλη, μάραγνα, μαστίγιον, μάστιξ, μάστις, σκῦτος; Hebrew: שׁוֹט‎; Hindi: चाबुक; Hungarian: felhúzókötél, ostor, korbács; Ilocano: baot; Indonesian: cambuk; Inuktitut: ᐃᐱᕋᐅᑕᖅ; Irish: fuip; Italian: frusta, nerbo, sferza; Japanese: 鞭; Kalmyk: шилвр; Kazakh: қамшы; Khmer: រំពាត់, ត្មោង; Korean: 채찍; Kyrgyz: камчы; Lao: ແສ້; Latin: flagrum, lorum, scutica, verber; Latvian: pātaga; Lithuanian: botagas; Low German German Low German: Pietsch, Sweep, Swääp; Luxembourgish: Baatsch; Macedonian: бич, камшик; Malay: cambok, cemeti; Malayalam: ചാട്ട; Maori: wepu; Mongolian: ташуур; Navajo: bee atsxis; Nepali: कोर्रा; Norman: fouet; Norwegian: pisk; Occitan: foet, flisquet; Old Church Slavonic: бичь; Papiamentu: zuip; Persian: شلاق‎, تازیانه‎, چابک‎; Plautdietsch: Pitsch; Polish: bat, bicz; Portuguese: chicote, açoite; Romanian: bici; Russian: кнут, хлыст, бич, нагайка, плеть, плётка; Scottish Gaelic: cuip; Serbo-Croatian Cyrillic: бич, канџија, корбач; Roman: bič, kandžija, korbač; Slovak: bič, korbáč; Slovene: bič; Spanish: fusta, látigo, flagelo; Sranan Tongo: krawasi; Swahili: kambaa, mjeledi; Swedish: piska; Tagalog: latiko, latigo; Tajik: химча, қамчин, тозиёна; Telugu: కొరడా; Thai: แส้; Tibetan: རྟ་ལྕག; Tocharian B: yatwe; Turkish: kamçı, kırbaç; Turkmen: gamçy; Ukrainian: баті́г, бич, нага́йка, хлист; Urdu: چابک‎; Uyghur: قامچا‎; Uzbek: qamchi; Vietnamese: roi; Walloon: scoreye, corijhe, scordjire; Welsh: chwip; West Frisian: swipe; Westrobothnian: snädht; Yiddish: בײַטש‎; Yucatec Maya: hats'ik; Yup'ik: kulutaq; ǃXóõ: ǁn̥a̰m