λοφάω: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />[[avoir une huppe]], [[un toupet]].<br />'''Étymologie:''' [[λόφος]].
|btext=[[λοφῶ]] :<br />[[avoir une huppe]], [[un toupet]].<br />'''Étymologie:''' [[λόφος]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:23, 29 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοφάω Medium diacritics: λοφάω Low diacritics: λοφάω Capitals: ΛΟΦΑΩ
Transliteration A: lopháō Transliteration B: lophaō Transliteration C: lofao Beta Code: lofa/w

English (LSJ)

A have a crest (λόφος), of larks, Babr.88.4.
2 suffer from having too much crest, Ar.Pax1211 (Com. word formed like βραγχάω, λιθάω, etc.); but λοφᾷ· λόφου ἐπιθυμεῖ, Hsch.

French (Bailly abrégé)

λοφῶ :
avoir une huppe, un toupet.
Étymologie: λόφος.

German (Pape)

einen Federbusch haben, Suid.
Bei Ar. Pax 1177, τί δ' ἐστίν, ὦ κακόδαιμον; οὔτι που λοφᾷς, erkl. Hesych. λόφου ἐπιθυμεῖ, komisches Wort nach Analogie von βραγχάω, λιθάω und ähnlichen Verbis, die eine Krankheit bezeichnen, gebildet, etwa: leidest du an der Federbuschsucht ? Lobeck Phryn. p. 80.

Russian (Dvoretsky)

λοφάω:
1 (о жаворонке), быть хохлатым Babr.;
2 шутл. (по созвучию с λιθάω страдать каменной болезнью) страдать болезнью султанов, т. е. неутомимо изготовлять султаны для шлемов Arph.

Greek (Liddell-Scott)

λοφάω: μέλλ. ήσω, ἔχω λόφον, ἐπὶ τοῦ κορυδαλλοῦ, Βάβρ. 88. 4. 2) ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1211, κακῶς ἔχω ὡς πρὸς τὸν λόφον (δηλ. ἔχω λόφον μείζονα τοῦ ἱκανοῦ)· - διότι ἐν τῷ χωρίῳ τούτῳ ἡ λέξις εἶναι κωμικῶς ἐσχηματισμένη κατ’ αναλογίαν πρὸς τὰ βραγχάω, λιθάω, ποδαγράω, ὑδεράω, κτλ., ἅπερ, ὡς τὰ εἰς -ιάω, ἔχουσι τὴν ἔννοιαν ἀσθενείας, Λοβεκ. Φρύνιχ. 80.

Greek Monotonic

λοφάω: μέλ. λοφήσω,
1. έχω λοφίο (λόφος), λέγεται για τον κορυδαλλό, σε Βάβρ.
2. κακώς έχω ως προς το λοφίο (δηλ. έχω λοφίο μεγαλύτερο από όσο πρέπει), σε Αριστοφ.

Middle Liddell

1. to have a crest (λόφος), of larks, Babr.
2. to be ill of a crest (i. e. to have more crest than enought), Ar.