ὄφλημα: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
m (Text replacement - "Proceß" to "Prozess")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oflima
|Transliteration C=oflima
|Beta Code=o)/flhma
|Beta Code=o)/flhma
|Definition=-ατος, τό, ([[ὀφλεῖν]]) [[fine incurred in a lawsuit]], [[judgement-debt]], D. 21.99, etc.; ὀφλήματα εἰσπράττειν Is.11.43; ἐκτεῖσαι Arist.''Ath.''63.3, cf. D.39.15, D.S.16.23, etc.; [[debt]] in general, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''237iv 18(ii A. D.), Luc.''Herm.''80, etc.; ὥσπερ ὄ. κληρονομίας Hdn.5.1.6.
|Definition=-ατος, τό, ([[ὀφλεῖν]]) [[fine incurred in a lawsuit]], [[judgement-debt]], D. 21.99, etc.; ὀφλήματα εἰσπράττειν Is.11.43; ἐκτεῖσαι Arist.''Ath.''63.3, cf. D.39.15, [[Diodorus Siculus|D.S.]]16.23, etc.; [[debt]] in general, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''237iv 18(ii A. D.), Luc.''Herm.''80, etc.; ὥσπερ ὄ. κληρονομίας Hdn.5.1.6.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 08:04, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄφλημα Medium diacritics: ὄφλημα Low diacritics: όφλημα Capitals: ΟΦΛΗΜΑ
Transliteration A: óphlēma Transliteration B: ophlēma Transliteration C: oflima Beta Code: o)/flhma

English (LSJ)

-ατος, τό, (ὀφλεῖν) fine incurred in a lawsuit, judgement-debt, D. 21.99, etc.; ὀφλήματα εἰσπράττειν Is.11.43; ἐκτεῖσαι Arist.Ath.63.3, cf. D.39.15, D.S.16.23, etc.; debt in general, POxy.237iv 18(ii A. D.), Luc.Herm.80, etc.; ὥσπερ ὄ. κληρονομίας Hdn.5.1.6.

German (Pape)

[Seite 426] τό, Schuld; ἐξ ἐράνων, Isae. 11, 43; τὰ όφλήματα πόλεως, Dem. 25, 18; ὀφλήματος ἐγγυητὰς καταστῆσαι, 26, 39, im Gesetz; bes. in einem Prozess verwirkte Geldstrafe, ἐκτῖσαι, 59, 7; Luc. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ήματος (τό) :
1 dette;
2 amende.
Étymologie: ὀφλισκάνω.

Russian (Dvoretsky)

ὄφλημα: ατος τό
1 долг, задолженность Dem., Isae., Luc.;
2 юр. возложенный по суду денежный штраф, пеня Dem., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ὄφλημα: τό, (ὀφλεῖν) πρόστιμον ἐπιβληθὲν κατὰ τὴν δίκη, Δημ. 546, 28, κτλ.· ὀφλήματα εἰσπράττειν Ἰσαῖ. 88. 28· ἐκτίνειν Δημ. 998. 25, κλ.· - χρέος, ἀπαιτῶν γὰρ παρά τινος τῶν μαθητῶν τὸν μισθὸν ἠγανάκτει, λέγων ὑπερήμερον εἶναι καὶ ἐκπρόθεσμον τὸ ὄφλημα Λουκ. Ἑρμότ. 80, κτλ. - Καθ’Ἡσύχ.: «ὄφλημα· χρώστημα».

Greek Monotonic

ὄφλημα: -ατος, τό, πρόστιμο που επιβλήθηκε σε δίκη, σε Δημ.

Middle Liddell

ὄφλημα, ατος, τό,
a fine incurred in a lawsuit, Dem. [from ὀφλισκάνω

Mantoulidis Etymological

(=χρέος, πρόστιμο). Ἀπό τό ὀφλεῖν, ἀπαρ. ἀόρ. β´ τοῦ ὀφλισκάνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.