ἀποθερίζω: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "E., ''Or.''" to "E.''Or.''")
mNo edit summary
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0303.png Seite 303]] abmähen, ἀποθερίσαι Ael. H. N. 1, 5, s. [[ἀποθρίζω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0303.png Seite 303]] [[abmähen]], ἀποθερίσαι Ael. H. N. 1, 5, s. [[ἀποθρίζω]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποθερίζω:''' ποιητ. αορ. αʹ <i>ἀπ-έθρῐσα</i>, [[αποκόπτω]], <i>κόμας</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀποθερίζω:''' ποιητ. αορ. αʹ <i>ἀπ-έθρῐσα</i>, [[αποκόπτω]], <i>κόμας</i>, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to cut off, κόμας Eur.
}}
}}

Latest revision as of 12:17, 26 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποθερίζω Medium diacritics: ἀποθερίζω Low diacritics: αποθερίζω Capitals: ΑΠΟΘΕΡΙΖΩ
Transliteration A: apotherízō Transliteration B: apotherizō Transliteration C: apotherizo Beta Code: a)poqeri/zw

English (LSJ)

poet. aor. ἀπέθρῐσα (also in late Prose, Porph.Abst.2.10):—cut off, ἶνας μεδέων ἀπέθρισεν Archil.138; ἄκρας ὡς ἀπέθρισεν κόμας E.Or.128, cf. Hel.1188, AP6.107 (Phil.), etc.; καυλόν Dsc.3.70; of persons, μνηστῆρας Nonn. D. 48.96; regul. form -θέρισα in Ael.NA1.5, Apollod.1.9.22; ἀπεθέρισα τοὺς προφήτας σου LXX Ho.6.6(5):—Med., aor. ἀπεθρισάμην AP5.236 (Agath.); ἀποθρίξασθαι, of the tonsure of monks, Procop.Arc.1, al., perhaps from a mistaken etymology, cf. ἀποθρίξαντες τὴν χαίτην Ael. ap. Ar.Byz.Epit.149.13.

Spanish (DGE)

1 cortar τὰ ἄκρα τῆς οὐρᾶς Apollod.1.9.22 (var.)
tonsurar Cyr.S.V.Euthym.3 (p.10.20).
2 matar, destruir c. ac. de pers. ἀπεθέρισα τοὺς προφήτας LXX Os.6.5, πάντας ἀποθερίζειν τοὺς ἐπάνω τοῦ τείχους ἑστῶτας Apollod.Poliorc.172.14; cf. ἀποθρίζω.

German (Pape)

[Seite 303] abmähen, ἀποθερίσαι Ael. H. N. 1, 5, s. ἀποθρίζω.

French (Bailly abrégé)

moissonner, couper, abattre.
Étymologie: ἀπό, θερίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποθερίζω: ποιητ. ἀόρ. ἀπέθρῐσα: ― ἀποκόπτω, ἄκρας ὡς ἀπέθρισεν τρίχας Εὐρ. Ὀρ. 128, πρβλ. Ἑλ. 1188· οὕτως ἐν Ἀρχιλ. 127 ἴνας μεδέων ἀπέθρισεν καὶ συχν. ἐν τῇ Ἀνθολ.: ὁ κανονικὸς τύπος -θέρισα ἐν Αἰλ. περὶ Ζ. 1. 5· ἀπεθέρισα τοὺς προφήτας σου Ἑβδ. (Ὡσηὲ ϛ΄, 6). - Μέσ., ἀόρ. ἀπεθρισάμην, Ἀνθ. Π. 5. 137· ἀποθρίξασθαι, ἐπὶ τῆς κουρᾶς τῶν μοναχῶν, Προκόπ. Ἱστ. 48D, κτλ. (ἴσως ἐξ ἐσφαλμένης ἐτυμολογίας, πρβλ. ἀπόθριξις).

Greek Monolingual

(AM ἀποθερίζω)
νεοελλ.
ολοκληρώνω, τελειώνω το θέρισμα
μσν.
(αόρ. ἀπέθριξα, μέσ. ἀποθρίξασθαι
κουρεύω σύρριζα, κείρω μοναχό, κουρεύω για να περιβληθεί το μοναχικό σχήμα
(αρχ)
1. αποκόπτω
2. θερίζω, σκοτώνω.

Greek Monotonic

ἀποθερίζω: ποιητ. αορ. αʹ ἀπ-έθρῐσα, αποκόπτω, κόμας, σε Ευρ.