κατατραυματίζω: Difference between revisions

From LSJ

Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich

Menander, Monostichoi, 528
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(CSV import)
 
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ionic -[[τρωματίζω]] fut. [[Attic]] ιῶ<br />to [[cover]] with wounds, Hdt., Thuc.:—of ships, to [[disable]] [[utterly]], [[cripple]], Thuc.
|mdlsjtxt=ionic -[[τρωματίζω]] fut. [[Attic]] ιῶ<br />to [[cover]] with wounds, Hdt., Thuc.:—of ships, to [[disable]] [[utterly]], [[cripple]], Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[vulneribus conficere]]'', to [[dispatch with wounds]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.79.5/ 7.79.5],<br>PASS. VII. 80,<br><i>de navibus</i>, <i>concerning ships</i> ''[[perforare]]'', to [[pierce through]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.41.4/ 7.41.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.10.4/ 8.10.4], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.42.3/ 8.42.3].
}}
}}

Latest revision as of 14:28, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατραυματίζω Medium diacritics: κατατραυματίζω Low diacritics: κατατραυματίζω Capitals: ΚΑΤΑΤΡΑΥΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: katatraumatízō Transliteration B: katatraumatizō Transliteration C: katatravmatizo Beta Code: katatraumati/zw

English (LSJ)

Ion. κατατρωματίζω,
A wound, ἑαυτόν Arist.Ath.14.1, D.S.13.95; opp. ἀποκτείνειν, Plb.3.67.3:—Pass., Hdt.7.212, Th.7.8o, etc.
II of ships, disable, cripple, ib.41, 8.10.

French (Bailly abrégé)

couvrir de blessures ou d'avaries.
Étymologie: κατά, τραυματίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-τραυματίζω, Ion. κατατρωματίζω verwonden, beschadigen.

German (Pape)

ion. κατατρωματίζω, verstärktes τραυματίζω, mit Wunden bedecken; Her. 7.212; Thuc. 7.80; Sp., wie Pol. 15.13.1. – Auch von Schiffen, ganz leck machen, Thuc. 7.41.

Russian (Dvoretsky)

κατατραυματίζω: ион. κατατρωματίζω
1 покрывать ранами, изранивать (τινά Polyb., Plut.); pass. получать раны (ἐν προσβολαῖς τῶν πολεμίων Thuc.; κατατετρωματίσθαι καὶ οὐκ οἵους ἔσεσθαι χεῖρας ἀνταείρασθαι Her.);
2 повреждать (τὰς πλείους τῶν νεῶν Thuc.).

Greek Monolingual

κατατραυματίζω και ιων. τ. κατατρωματίζω)
(επιτ. τ. του τραυματίζω) προξενώ σε κάποιον πολλά ή φοβερά τραύματα, γεμίζω πληγές, καταπληγώνω κάποιον
αρχ.
1. (σχετικά με πολεμικά πλοία) προκαλώ καίριες βλάβες, κατατρυπώ, επομ. θέτω εκτός μάχης
2. παθ. κατατραυματίζομαι
υφίσταμαι φθορά, εξασθένηση.

Greek Monotonic

κατατραυματίζω: Ιων. -τρωματίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, καλύπτω με τραύματα, σε Ηρόδ., Θουκ.· λέγεται για πλοία, κατατρυπώ, αχρηστεύω ολοκληρωτικά, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κατατραυματίζω: Ἰων.-τρωματίζω: μέλλ. Ἀττ.-ῐῶ, καλύπτω διὰ πληγῶν, Ἡρόδ. 7. 212, Θουκ. 7. 80, κτλ·- μεταφορ., ἐπὶ πλοίων, κατατρυπῶ, τίθημι ἐκτὸς μάχης, καιρίως βλάπτω, Θουκ. 7. 41., 8. 10.

Middle Liddell

ionic -τρωματίζω fut. Attic ιῶ
to cover with wounds, Hdt., Thuc.:—of ships, to disable utterly, cripple, Thuc.

Lexicon Thucydideum

vulneribus conficere, to dispatch with wounds, 7.79.5,
PASS. VII. 80,
de navibus, concerning ships perforare, to pierce through, 7.41.4, 8.10.4, 8.42.3.