λίθαξ: Difference between revisions
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lithaks | |Transliteration C=lithaks | ||
|Beta Code=li/qac | |Beta Code=li/qac | ||
|Definition=ᾰκος, ὁ, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[stony]], λίθακι ποτὶ πέτρῃ Od.5.415.<br><span class="bld">II</span> as fem. Subst., = [[λίθος]], Arat.1112, Orph.''A.''613; <b class="b3">κωφὴ | |Definition=ᾰκος, ὁ, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[stony]], λίθακι ποτὶ πέτρῃ Od.5.415.<br><span class="bld">II</span> as fem. Subst., = [[λίθος]], Arat.1112, Orph.''A.''613; <b class="b3">κωφὴ λίθαξ</b>, of a [[gravestone]], AP7.392 (Heraclid. Sinop.); of a [[precious stone]], Man.6.343; <b class="b3">λίθαξ τρητὴν σπόγγῳ ἐειδομένην</b>, of the [[pumice]]-[[stone]], AP6.66 (Paul. Sil.).<br><span class="bld">2</span> in plural, [[λίθακες]] = [[stony land]], Epic.in ''Arch.Pap.''7.10, [[varia lectio|v.l.]] in Nic. ''Th.''150; cf. [[ἕρμαξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λίθαξ:''' ᾰκος (ῐ) adj. каменистый или каменный ([[πέτρη]] Hom.).<br />ᾰκος ἡ камень: κωφὴ | |elrutext='''λίθαξ:''' ᾰκος (ῐ) adj. [[каменистый]] или [[каменный]] ([[πέτρη]] Hom.).<br />ᾰκος ἡ [[камень]]: κωφὴ λίθαξ Anth. безмолвный камень, т. е. надгробный памятник; λίθαξ τρητή Anth. ноздреватый камень, т. е. [[пемза]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 20:32, 3 April 2024
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, ἡ,
A stony, λίθακι ποτὶ πέτρῃ Od.5.415.
II as fem. Subst., = λίθος, Arat.1112, Orph.A.613; κωφὴ λίθαξ, of a gravestone, AP7.392 (Heraclid. Sinop.); of a precious stone, Man.6.343; λίθαξ τρητὴν σπόγγῳ ἐειδομένην, of the pumice-stone, AP6.66 (Paul. Sil.).
2 in plural, λίθακες = stony land, Epic.in Arch.Pap.7.10, v.l. in Nic. Th.150; cf. ἕρμαξ.
German (Pape)
[Seite 44] ακος (λίθος), steinig, felsig, hart, πέτρη, Od. 5, 415, Schol. λιθώδης. – Als subst. ἡ, eigtl. dim. von λίθος (vgl. B. A. 635, 17), kleiner Stein, Felsstück, bes. sp. D., wie Arat. Phaen. 1112; Orph. Arg. 611; ἀνθηραί, Edelsteine, Man. 6, 343; τρητή, Bimsstein, Paul. Sil. 52 (VI, 66).
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ, ἡ)
I. adj. de pierre;
II. subst. ἡ λίθαξ;
1 petite pierre, caillou;
2 pierre tumulaire;
3 pierre précieuse;
4 pierre ponce;
5 au pl. λίθακες = région pierreuse.
Étymologie: λίθος.
Russian (Dvoretsky)
λίθαξ: ᾰκος (ῐ) adj. каменистый или каменный (πέτρη Hom.).
ᾰκος ἡ камень: κωφὴ λίθαξ Anth. безмолвный камень, т. е. надгробный памятник; λίθαξ τρητή Anth. ноздреватый камень, т. е. пемза.
Greek (Liddell-Scott)
λίθαξ: [ῐ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, (λίθος) λιθώδης, μήπως μ’ ἐκβαίνοντα βάλῃ λίθακι ποτὶ πέτρῃ, «μήπως με προσρίψῃ πέτρᾳ τινὶ ἐχούσῃ προβολὰς ὀξείας, τοιαύτη γὰρ ἡ λίθαξ πέτρα» (Εὐστάθ.), Ὀδ. Ε. 415. ΙΙ. ὡς θηλ. οὐσιαστ., = λίθος, Ἄρατ. 1112, Ὀρφ. Ἀργ. 611· ἐπὶ λίθου ἐπιταφίου, Ἀνθ. Π. 7. 392· ἐπὶ πολυτίμου λίθου, Μανέθων 6. 343· λ. τρητὴν σπόγγῳ ἐειδομένην, ἐπὶ τῆς κισήρεως, «ἐλαφροπέτρας», Ἀνθ. Π. 6. 66. 2) ἐν τῷ πληθ., γῆ λιθώδης, Νικ. Θηρ. 150· πρβλ. ἕρμαξ.
English (Autenrieth)
ακος: stony, hard, Od. 5.415†.
Greek Monolingual
λίθαξ, ὁ, ἡ (Α)
1. σκληρός, πετρώδης («μή πώς μ' ἐκβαίνοντα βάλῃ λίθακι ποτὶ πέτρῃ κῡμα», Ομ. Οδ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λίθαξ
ο λίθος
3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) βραχώδης γη
4. φρ. «κωφὴ λίθαξ» — επιτάφιος λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος + επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. μύλαξ)].
Greek Monotonic
λίθαξ: [ῐ], -ᾰκος, ὁ, ἡ (λίθος)·
I. λιθώδης, πετρώδης, σε Ομήρ. Οδ.
II. ως θηλ. ουσ., = λίθος, λίθος ταφικού μνημείου, λίθος επιταφίου, σε Ανθ.· λέγεται για την ελαφρόπετρα, στον ίδ.
Middle Liddell
λῐ́θαξ, ακος, λίθος
I. stony, Od.
II. as fem. Subst., = λίθος, a grave-stone, Anth.; of the pumice-stone, Anth.