φαιός: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out

Source
(13_6a)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1251.png Seite 1251]] eigtl. dämmerig, zwischen Licht u. Dunkel; φαιὸν γίγνεται λευκοῦ τε καὶ [[μέλανος]] κράσει Plat. Tim. 68 d; vgl. Arist. top. 1, 15; dah. schwärzlich,<b class="b2"> grau</b>, χλαινίς Ep. ad. 59 (VI, 284); auch von der Farbe eines sonneverbrannten Gesichtes, bräunlich, also den lat. pullus und fuscus entsprechend, Pol. 30, 4,5, ἱμά τια, vestes pullae; vgl. Ath. III, 114, d, u. öfter bei Sp. – Uebertr. von der Stimme, tief, dumpf, im Ggstz zur hohen und hellen, Poll. 2, 117; S. Emp. adv. mus. 41.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1251.png Seite 1251]] eigtl. dämmerig, zwischen Licht u. Dunkel; φαιὸν γίγνεται λευκοῦ τε καὶ [[μέλανος]] κράσει Plat. Tim. 68 d; vgl. Arist. top. 1, 15; dah. schwärzlich,<b class="b2"> grau</b>, χλαινίς Ep. ad. 59 (VI, 284); auch von der Farbe eines sonneverbrannten Gesichtes, bräunlich, also den lat. pullus und fuscus entsprechend, Pol. 30, 4,5, ἱμά τια, vestes pullae; vgl. Ath. III, 114, d, u. öfter bei Sp. – Uebertr. von der Stimme, tief, dumpf, im Ggstz zur hohen und hellen, Poll. 2, 117; S. Emp. adv. mus. 41.
}}
{{ls
|lstext='''φαιός''': -ά, -όν, [[κυρίως]] ἐπὶ τοῦ χρώματος τοῦ λυκαυγοῦς ἢ λυκόφωτος ἢ σκόφωτος τῆς ἑσπέρας, σκοτεινόχρους, τεφρόχρους, «σταχτερός», «μουντός», «σκοῦρος», Λατ. fuscus, ἐπὶ παντὸς χρώματος γινομένου ἐκ μίξεως μέλανος καὶ λευκοῦ, «φαιόν· [[χρῶμα]] σύνθετον ἐκ μέλανος καὶ λευκοῦ» (Φώτ. καὶ Σουΐδ.)· φαιὸν (γίγνεται) λευκοῦ τε καὶ μέλανος (κράσει) Πλάτ. Τίμ. 68C, πρβλ. Ἀριστ. Κατηγ. 10, 8, Τοπ. 1. 15, 7, κ. ἀλλ. φαιοὶ ἄρτοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λευκοί, [[οἶσε]] δεῦρό μοι, λευκοὺς μὲν [[ὀκτώ]], τῶν δὲ φαιῶν τοὺς ἴσους Ἄλεξις ἐν «Κυπρίῳ» 1· ἐπὶ πένθους, φαιὰ ἱμάτια Πολύβ. 30. 4, 5, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3562 ― ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μέλας]] καὶ πρὸς τὸ [[λευκός]], ὡς τὸ [[ἄλυπος]] πρὸς τὸ λυπηρὸς καὶ πρὸς τὸ [[ἡδύς]], ἐπὶ ἐννοίας [[ἁπλῶς]] ἀρνητικῆς, Πλάτ. Πολ. 585Α. 2) [[ὡσαύτως]] λέγεται ἐπὶ ἤχου ὡς τὸ [[σομφός]], Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 27, πρβλ. Τοπ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 41, [[Πολυδ]]. Β΄, 117.
}}
}}

Revision as of 09:13, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαιός Medium diacritics: φαιός Low diacritics: φαιός Capitals: ΦΑΙΟΣ
Transliteration A: phaiós Transliteration B: phaios Transliteration C: faios Beta Code: faio/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A grey, of any colour mixed of black and white, Pl.Ti. 68c, cf. Arist.Cat.12a18, Top.106b6, al.: opp. to both μέλας and λευκός, in a negative sense, Pl.R.585a; φ. ἄρτοι, opp. to λευκοί, Alex.120; τὸ ξανθὸν ἢ φ. Jul.Or.4.138d; of mourning, φ. ἱμάτια Plb.30.4.5; ἀποθέσθαι τὰ φ. Id.15.25.11; φ. ἐσθής SIG1219.5 (Gambreion, iii B.C.)), D.H.5.17, D.C.49.12, al.; ἰώδης καὶ φ. χολή (καλοῦσι δ' αὐτὴν ἰσατώδη) Gal.15.35; dark-complexioned, P.Strassb.79.2 (i B.C.).    2 of sound, harsh, Arist.Top.106b7, Aud.802a2, Poll.2.117, S.E.M.6.41.    II φαιά, ἡ, name of a plaster, Androm. ap. Gal.13.906, etc. (Cf. Lith. gaĩsas 'reflected light of a blazing fire'.)

German (Pape)

[Seite 1251] eigtl. dämmerig, zwischen Licht u. Dunkel; φαιὸν γίγνεται λευκοῦ τε καὶ μέλανος κράσει Plat. Tim. 68 d; vgl. Arist. top. 1, 15; dah. schwärzlich, grau, χλαινίς Ep. ad. 59 (VI, 284); auch von der Farbe eines sonneverbrannten Gesichtes, bräunlich, also den lat. pullus und fuscus entsprechend, Pol. 30, 4,5, ἱμά τια, vestes pullae; vgl. Ath. III, 114, d, u. öfter bei Sp. – Uebertr. von der Stimme, tief, dumpf, im Ggstz zur hohen und hellen, Poll. 2, 117; S. Emp. adv. mus. 41.

Greek (Liddell-Scott)

φαιός: -ά, -όν, κυρίως ἐπὶ τοῦ χρώματος τοῦ λυκαυγοῦς ἢ λυκόφωτος ἢ σκόφωτος τῆς ἑσπέρας, σκοτεινόχρους, τεφρόχρους, «σταχτερός», «μουντός», «σκοῦρος», Λατ. fuscus, ἐπὶ παντὸς χρώματος γινομένου ἐκ μίξεως μέλανος καὶ λευκοῦ, «φαιόν· χρῶμα σύνθετον ἐκ μέλανος καὶ λευκοῦ» (Φώτ. καὶ Σουΐδ.)· φαιὸν (γίγνεται) λευκοῦ τε καὶ μέλανος (κράσει) Πλάτ. Τίμ. 68C, πρβλ. Ἀριστ. Κατηγ. 10, 8, Τοπ. 1. 15, 7, κ. ἀλλ. φαιοὶ ἄρτοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λευκοί, οἶσε δεῦρό μοι, λευκοὺς μὲν ὀκτώ, τῶν δὲ φαιῶν τοὺς ἴσους Ἄλεξις ἐν «Κυπρίῳ» 1· ἐπὶ πένθους, φαιὰ ἱμάτια Πολύβ. 30. 4, 5, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3562 ― ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μέλας καὶ πρὸς τὸ λευκός, ὡς τὸ ἄλυπος πρὸς τὸ λυπηρὸς καὶ πρὸς τὸ ἡδύς, ἐπὶ ἐννοίας ἁπλῶς ἀρνητικῆς, Πλάτ. Πολ. 585Α. 2) ὡσαύτως λέγεται ἐπὶ ἤχου ὡς τὸ σομφός, Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 27, πρβλ. Τοπ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 41, Πολυδ. Β΄, 117.