κλεινός: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
(13_6b)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1447.png Seite 1447]] ([[κλέος]]), dor. auch [[κλεεννός]], Pind. P. 5, 20 u. öfter, κλεεννότατος P. 4, 280, Simonds. 91 (VII, 514), [[Ἀρκαδία]] Scol. 8 Iac., im Or. Her. 5, 92, 52 End.; – <b class="b2">berühmt, gepriesen, bekannt</b>; Pind. oft, bes. von Städten; [[οἰκιστήρ]] P. 1, 59; κλεινότερος [[γάμος]] 9, 106; τόξοισι [[κλεινός]] Aesch. Prom. 874; τιμωρίαν κλεινῶν Ἀθηνᾶν εὗρε Pers. 466, wie Soph. Ai. 848; ὁ πᾶσι κλεινὸς [[Οἰδίπους]] καλούμενος O. R. 8; ὁ κλεινὸς [[Αἴας]] Ai. 216; ὦ κλεινὰ [[Σαλαμίς]] 593; τὰ κλείν' αἰνίγματα O. R. 1525; Eur. oft; [[ὄνομα]] τῇ πόλει θέσθαι τι μέγα καὶ κλεινόν Ar. Av. 810; κλεινοτάτην πόλιν 1277; seltener in Prosa, κλεινοῖς καὶ παλαιοῖς ἀνδράσιν Plat. Soph. 243 a; καὶ τοῦτο κλεινὸν [[αὐτοῦ]], auch das ist von ihm wohlbekannt, Luc. Peregr. 18. – Bei den Kretern hieß so der geliebte Knabe, Ath. XI, 782 c u. Strab. X, 484.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1447.png Seite 1447]] ([[κλέος]]), dor. auch [[κλεεννός]], Pind. P. 5, 20 u. öfter, κλεεννότατος P. 4, 280, Simonds. 91 (VII, 514), [[Ἀρκαδία]] Scol. 8 Iac., im Or. Her. 5, 92, 52 End.; – <b class="b2">berühmt, gepriesen, bekannt</b>; Pind. oft, bes. von Städten; [[οἰκιστήρ]] P. 1, 59; κλεινότερος [[γάμος]] 9, 106; τόξοισι [[κλεινός]] Aesch. Prom. 874; τιμωρίαν κλεινῶν Ἀθηνᾶν εὗρε Pers. 466, wie Soph. Ai. 848; ὁ πᾶσι κλεινὸς [[Οἰδίπους]] καλούμενος O. R. 8; ὁ κλεινὸς [[Αἴας]] Ai. 216; ὦ κλεινὰ [[Σαλαμίς]] 593; τὰ κλείν' αἰνίγματα O. R. 1525; Eur. oft; [[ὄνομα]] τῇ πόλει θέσθαι τι μέγα καὶ κλεινόν Ar. Av. 810; κλεινοτάτην πόλιν 1277; seltener in Prosa, κλεινοῖς καὶ παλαιοῖς ἀνδράσιν Plat. Soph. 243 a; καὶ τοῦτο κλεινὸν [[αὐτοῦ]], auch das ist von ihm wohlbekannt, Luc. Peregr. 18. – Bei den Kretern hieß so der geliebte Knabe, Ath. XI, 782 c u. Strab. X, 484.
}}
{{ls
|lstext='''κλεινός''': -ή, -όν, ([[κλέος]])· ― ποιητ. ἐπίθ. (πρβλ. κλεεννός), [[περίφημος]], [[διάσημος]], [[ἔνδοξος]], πρῶτον παρὰ Σόλωνι 11. 3, (ἡ Ὁμηρ. [[λέξις]] [[εἶναι]] [[κλειτός]]), [[συχν]]. ἐπίθετον τῶν [[πόλεων]], Πινδ. Ο. 3. 3., 6. 8, κτλ.· ἰδίως ἐπὶ τῶν Ἀθηνῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 46, Αἰσχύλ. Πέρσ. 474, Εὐρ. Φοίν. 1757· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, κλ. οἰκιστὴρ Πινδ. Π. 1. 59· [[μνῆμα]] τόδε κλεινοῖο Μεγιστία Ἐπιτάφ. παρ’ Ἡροδ. 7. 228· Διὸς κλεινὴ [[δάμαρ]] Αἰσχύλ. Πρ. 834· ὁ κλ. Φιλοκτήτης Σοφ. Φιλ. 575· ὁ πᾶσι κλεινὸς [[Οἰδίπους]] καλούμενος, παρὰ πᾶσι φημιζόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 8· [[ὡσαύτως]] εἰρηνικῶς, ὁ κλεινὸς [[νυμφίος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 300· τόξοισι κλεινὸς Αἰσχύλ. Πρ. 872· ἐπὶ πραγμάτων, -ότερον γάμον Πινδ. Π. 9. 195· τὰ κλείν’ αἰνίγματα Σοφ. Ο. Τ. 1525· κλ. [[ὄνομα]] Σιμων. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 514, Ἀριστοφ. Ὄρν. 810· κλ. τόξα, νᾶες, [[στράτευμα]], κτλ., Τραγ.· ὑπερθ. -ότατος [[στέφανος]] Εὐρ. Ι. Α. 1529· [[σοφία]] κλεινοτάτη Ἀριστοφ. Σφ. 1024· ― σπάν. παρὰ πεζογράφοις, ὡς Πλάτ. Νόμ. 721C, Σοφ. 243Α· καὶ τοῦτο κλεινὸν [[αὐτοῦ]], [[εἶναι]] πᾶσι γνωστὸν περὶ [[αὐτοῦ]], Λουκ. Περεγρ. 18· ― οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Εὐρ Ἡρ. Μαιν. 61. ΙΙ. ἐν Κρήτῃ = τὰ παιδικά, ὡς τὸ Ἀττ. [[καλός]], τὸ Δωρ. ἀΐτης, Στράβ. 484, Ἀθήν. 782C.
}}
}}

Revision as of 11:30, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλεινός Medium diacritics: κλεινός Low diacritics: κλεινός Capitals: ΚΛΕΙΝΟΣ
Transliteration A: kleinós Transliteration B: kleinos Transliteration C: kleinos Beta Code: kleino/s

English (LSJ)

ή, όν, Aeol. κλεεννός (q.v.), (κλέος) poet. Adj.

   A famous, renowned, νῆσος Sol.19.3; freq.epith.of cities, Pi.O.3.2, 6.6, Epich.185; esp.of Athens, Pi.Fr.76, A.Pers.474, E.Ph.1758 (troch.); of persons, κ. οἰκιστήρ Pi.P.1.31; μνῆμα τόδε κλεινοῖο Μεγιστία Epigr. ap. Hdt.7.228; Διὸς κλεινὴ δάμαρ A.Pr.834; ὁ κ. Φιλοκτήτης S.Ph.575; ὁ πᾶσι κ. Οἰδίπους καλούμενος all-renowned, Id.OT8; also ironically, ὁ πᾶσι νυμφίος Id.El.300; τόξοισι κλεινός A.Pr.872; of things, -ότερον γάμον Pi.P.9.112; τὰ κ. αἰνίγματα S.OT1525 (troch.); κ.ὄνομα Ar.Av.810; κ. τόξα S.Ph.654: Sup., -ότατος στέφανος E.IA1529 (anap.); σοφία -οτάτη Ar.Nu.1024: neut. pl. as Adv., στρατηλατήσας κλεινά E.HF 61: rare in Prose, Pl.Lg.721c, Sph.243a; καὶ τοῦτο κλεινὸν αὐτοῦ is well-known of him, Luc.Peregr.18.    II in Crete, = τὰ παιδικά, like Att.καλός, Ephor.149 J., Ath.11.782c.

German (Pape)

[Seite 1447] (κλέος), dor. auch κλεεννός, Pind. P. 5, 20 u. öfter, κλεεννότατος P. 4, 280, Simonds. 91 (VII, 514), Ἀρκαδία Scol. 8 Iac., im Or. Her. 5, 92, 52 End.; – berühmt, gepriesen, bekannt; Pind. oft, bes. von Städten; οἰκιστήρ P. 1, 59; κλεινότερος γάμος 9, 106; τόξοισι κλεινός Aesch. Prom. 874; τιμωρίαν κλεινῶν Ἀθηνᾶν εὗρε Pers. 466, wie Soph. Ai. 848; ὁ πᾶσι κλεινὸς Οἰδίπους καλούμενος O. R. 8; ὁ κλεινὸς Αἴας Ai. 216; ὦ κλεινὰ Σαλαμίς 593; τὰ κλείν' αἰνίγματα O. R. 1525; Eur. oft; ὄνομα τῇ πόλει θέσθαι τι μέγα καὶ κλεινόν Ar. Av. 810; κλεινοτάτην πόλιν 1277; seltener in Prosa, κλεινοῖς καὶ παλαιοῖς ἀνδράσιν Plat. Soph. 243 a; καὶ τοῦτο κλεινὸν αὐτοῦ, auch das ist von ihm wohlbekannt, Luc. Peregr. 18. – Bei den Kretern hieß so der geliebte Knabe, Ath. XI, 782 c u. Strab. X, 484.

Greek (Liddell-Scott)

κλεινός: -ή, -όν, (κλέος)· ― ποιητ. ἐπίθ. (πρβλ. κλεεννός), περίφημος, διάσημος, ἔνδοξος, πρῶτον παρὰ Σόλωνι 11. 3, (ἡ Ὁμηρ. λέξις εἶναι κλειτός), συχν. ἐπίθετον τῶν πόλεων, Πινδ. Ο. 3. 3., 6. 8, κτλ.· ἰδίως ἐπὶ τῶν Ἀθηνῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 46, Αἰσχύλ. Πέρσ. 474, Εὐρ. Φοίν. 1757· ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, κλ. οἰκιστὴρ Πινδ. Π. 1. 59· μνῆμα τόδε κλεινοῖο Μεγιστία Ἐπιτάφ. παρ’ Ἡροδ. 7. 228· Διὸς κλεινὴ δάμαρ Αἰσχύλ. Πρ. 834· ὁ κλ. Φιλοκτήτης Σοφ. Φιλ. 575· ὁ πᾶσι κλεινὸς Οἰδίπους καλούμενος, παρὰ πᾶσι φημιζόμενος, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 8· ὡσαύτως εἰρηνικῶς, ὁ κλεινὸς νυμφίος ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 300· τόξοισι κλεινὸς Αἰσχύλ. Πρ. 872· ἐπὶ πραγμάτων, -ότερον γάμον Πινδ. Π. 9. 195· τὰ κλείν’ αἰνίγματα Σοφ. Ο. Τ. 1525· κλ. ὄνομα Σιμων. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 514, Ἀριστοφ. Ὄρν. 810· κλ. τόξα, νᾶες, στράτευμα, κτλ., Τραγ.· ὑπερθ. -ότατος στέφανος Εὐρ. Ι. Α. 1529· σοφία κλεινοτάτη Ἀριστοφ. Σφ. 1024· ― σπάν. παρὰ πεζογράφοις, ὡς Πλάτ. Νόμ. 721C, Σοφ. 243Α· καὶ τοῦτο κλεινὸν αὐτοῦ, εἶναι πᾶσι γνωστὸν περὶ αὐτοῦ, Λουκ. Περεγρ. 18· ― οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Εὐρ Ἡρ. Μαιν. 61. ΙΙ. ἐν Κρήτῃ = τὰ παιδικά, ὡς τὸ Ἀττ. καλός, τὸ Δωρ. ἀΐτης, Στράβ. 484, Ἀθήν. 782C.