ἐξορμέω: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
lsj>Spiros
mNo edit summary
m (1 revision imported)
 
(No difference)

Latest revision as of 11:01, 9 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξορμέω Medium diacritics: ἐξορμέω Low diacritics: εξορμέω Capitals: ΕΞΟΡΜΕΩ
Transliteration A: exorméō Transliteration B: exormeō Transliteration C: eksormeo Beta Code: e)corme/w

English (LSJ)

to be out of harbour, run to sea, Lycurg.17, And.1.11, Is. 6.27: metaph., ἐ. ἐκ τῆς πόλεως Aeschin.3.209; ἐξορμέω ἐκ τοῦ νοῦ to be out of one's senses, Paus.3.4.1.

German (Pape)

[Seite 888] außerhalb des Hafens, auf der Rhede liegen, auch auslaufen, in See gehen; νεὼς περὶ τὴν ἀκτὴν ἐξορμούσης (v.l. ἐξορμώσης), Lycurg. 17; vgl. Andoc. 1, 11; Is. 6, 27; ἐκ τῆς πόλεως, fortgehen, Aesch. 3, 299. – Übertr., ἐκ τοῦ νοῦ, um seinen Verstand kommen, Paus. 3, 4, 1.

French (Bailly abrégé)

ἐξορμῶ :
1 sortir du port, gagner le large;
2 p. ext. sortir en gén.
Étymologie: ἔξορμος.

Russian (Dvoretsky)

ἐξορμέω:
1 выходить из гавани, выходить в открытое море (ἡ ναῦς ἐξώρμει Μουνυχίασι Isae.);
2 выходить, уходить (ἐκ τῆς πόλεως Aeschin.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξορμέω: ἐπὶ νεώς, εἶμαι ἢ προεκπλέω ἔξω τοῦ ὅρμου, τῆς νεὼς ἤδη περὶ τὴν ἀκτὴν ἐξορμούσης Λυκοῦργ. 17, πρβλ. Ἀνδοκ. 1. 11, Ἰσαῖον, 59. 7· μεταφ., οὐκ οἰκεῖς, ὡς δοκεῖς, ἐν Πειραιεῖ, ἀλλ’ ἐξορμεῖς ἐκ τῆς πόλεως Αἰσχίν. κατὰ Κτησ. 59, 8· Κλεομένης δὲ ἐξώρμει τὰ πολλὰ ἐκ τοῦ νοῦ, ἐγίνετο ἔξω φρενῶν, Παυσ. 3. 4, 1· πρβλ. ἐκπλέω.

Greek Monotonic

ἐξορμέω: μέλ. -ήσω, είμαι έξω απ' τον όρμο ή το λιμάνι, σε Αισχίν.

Middle Liddell

fut. ήσω
to be out of harbour, run out, Aeschin.