ἐγχειρητικός: Difference between revisions
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[emprendedor]] τοῦ Θίβρωνος ... ἐγχειρητικώτερος στρατηγός X.<i>HG</i> 4.8.22.<br /><b class="num">2</b> adv. | |dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[emprendedor]] τοῦ Θίβρωνος ... ἐγχειρητικώτερος στρατηγός X.<i>HG</i> 4.8.22.<br /><b class="num">2</b> adv. [[ἐγχειρητικῶς]] = [[de manera emprendedora]] ποεῖ ἁ μὲν νεότας ἐ. Ps.Archyt.<i>Pyth.Hell</i>.14.20. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:58, 18 October 2024
English (LSJ)
ἐγχειρητική, ἐγχειρητικόν, enterprising, adventurous, X.HG4.8.22. Adv. ἐγχειρητικῶς Archyt. ap. Stob.4.50.2.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 emprendedor τοῦ Θίβρωνος ... ἐγχειρητικώτερος στρατηγός X.HG 4.8.22.
2 adv. ἐγχειρητικῶς = de manera emprendedora ποεῖ ἁ μὲν νεότας ἐ. Ps.Archyt.Pyth.Hell.14.20.
German (Pape)
[Seite 713] ή, όν, unternehmend, Xen. Hell. 4, 8, 22; adv. ἐγχειρητικῶς im Gegensatz von προνοητικῶς, Archyt. Stob. fl. 115, 27.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
entreprenant;
Cp. ἐγχειρητικώτερος.
Étymologie: ἐγχειρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγχειρητικός: предприимчивый (στρατηγός Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχειρητικός: -ή, -όν, ἔχων τάσιν εἰς τολμηρὰς ἐπιχειρήσεις, ἐπιχειρηματικός, ῥιψοκίνδυνος, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 22. - Ἐπίρρ. -κῶς, ῥιψοκινδύνως, τολμηρῶς, Ἀρχύτας παρὰ Στοβ. 589. 6.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἐγχειρητικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στην εγχείρηση
2. το θηλ. ως ουσ. η εγχειρητική
α) η τέχνη της θεραπείας τών σωματικών παθήσεων με εγχείρηση
β) ο κλάδος της χειρουργικής που ασχολείται με τις μεθόδους της εγχειρητικής
αρχ.
ριψοκίνδυνος.
Greek Monotonic
ἐγχειρητικός: -ή, -όν, τολμηρός, θαρραλέος, ριψοκίνδυνος, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐγχειρητικός, ή, όν [from ἐγχειρέω
enterprising, adventurous, Xen.
Translations
adventurous
Asturian: aventureru; Basque: abenturazale; Belarusian: авантурны; Bulgarian: рискован, авантюристичен; Catalan: aventurer; Danish: eventyrslysten; Dutch: avontuurlijk, ondernemend; Esperanto: aventurema; Finnish: seikkailunhaluinen; French: aventureux; Galician: aventureiro; German: abenteuerlustig, abenteuerdurstig, abenteuerhungrig, abenteuersüchtig; Greek: περιπετειώδης, τολμηρός; Ancient Greek: ἐγχειρητικός, κινδυνευτικός, μεγαλοκίνδυνος, μεγαλότολμος, φιλοκίνδυνος; Hebrew: הרפתקני; Hungarian: kalandos; Japanese: 冒険好きな; Luxembourgish: abenteuerlech; Maori: mātātoa, manawa kai tūtae; Norwegian: eventyrlysten; Polish: śmiały, zawadiacki, awanturniczy, żądny przygód; Portuguese: aventureiro, aventuroso; Russian: рискованный, авантюрный, авантюристичный; Spanish: intrépido, aventurero; Swedish: äventyrlig; Turkish: maceraperest; Volapük: ventürik