αὐτεπάγγελτος: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
(CSV import) |
(CSV import) Tag: Reverted |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[voluntarily]], [[voluntary]], [[of one's own accord]], [[of one's own free will]] | |woodrun=[[voluntarily]], [[voluntary]], [[of one's own accord]], [[of one's own free will]] | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[sua sponte]]'', [[of one's own accord]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.33.2/ 1.33.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.120.3/ 4.120.3]. | |||
}} | }} | ||
{{lxth | {{lxth | ||
|lthtxt=''[[sua sponte]]'', [[of one's own accord]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.33.2/ 1.33.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.120.3/ 4.120.3]. | |lthtxt=''[[sua sponte]]'', [[of one's own accord]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.33.2/ 1.33.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.120.3/ 4.120.3]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:56, 16 November 2024
English (LSJ)
αὐτεπάγγελτον,
A offering of oneself, of one's free will, αὐ. ἠθέλησε συμβαλέσθαι χρήματα Hdt.7.29; αὐ. ὑποστῆναι E.HF706; παρεῖναι, χωρεῖν, Th. 1.33, 4.120; βοηθεῖν Isoc.1.25; ἐθελονταί D.18.68. Adv. αὐτεπαγγέλτως Ph. 2.173.
II self invited, dub. in Luc.JTr.37.
Spanish (DGE)
-ον
1 que obra por sí mismo o por voluntad propia como pred. ref. al suj. gener. de pers. αὐ. ... ἐμοὶ ἠθέλησε συμβαλέσθαι χρήματα Hdt.7.29, παῖδας ... ἐφ' οἷς ὑπέστητ' αὐτεπάγγελτοι θανεῖν E.HF 706, οἵτινες ... αὐ. ἐχώρησαν πρὸς τὴν ἐλευθερίαν Th.4.120, ἐὰν ... αὐ. αὐτοῖς (τοῖς φίλοις) ἐν τοῖς καιροῖς βοηθῇς Isoc.1.25, de los atenienses ὥστε τῆς ἐλευθερίας αὐτεπαγγέλτους ἐθελοντὰς παραχωρῆσαι Φιλίππῳ D.18.68, ἐς τὸ δικαστήριον αὐ. ἦλθε D.C.54.3.2, πολλοὶ δὲ τῶν βαρβάρων καὶ αὐτεπάγγελτοι συνεμάχησαν Polyaen.7.15.1, τὴν ἀπόδοσιν τῆς θυγατρὸς αὐ. ἐπινεύων Hld.5.12.2
•que ofrece voluntariamente sus servicios ὁ δὲ ἀδόλεσχος ἄμισθός ἐστι προδότης καὶ αὐ. Plu.2.510b
•tb. de abstr. espontáneo αὕτη (δύναμις) πάρεστιν αὐ. ese (poder) nos viene a la mano espontáneamente Th.1.33, (ἡ ἐκ θεοῦ βοήθεια) αὐ. ἤδη παρέσται Ph.2.173.
2 adv. αὐτεπαγγέλτως = por propia iniciativa, voluntariamente τἀναντία ... αὐ. ἐξειργασμένοι Agath.4.5.9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s'offre de lui-même, spontané, volontaire.
Étymologie: αὐτός, ἐπαγγέλομαι.
German (Pape)
sich von selbst erbietend, unaufgefordert, θανεῖν Eur. Herc.Fur. 706; Her. 7.29; Thuc. 4.120; βοηθεῖν Isocr. 1.25; = αὐτὸς ἐπαγγειλάμενος Dem. Lept. 42; Sp.
Russian (Dvoretsky)
αὐτεπάγγελτος: сам вызвавшийся, добровольный (προδότης Plut.): αὐ. ποιεῖν τι Her., Eur., Thuc., Isocr., Dem. сделать что-л. добровольно (по своему почину).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτεπάγγελτος: -ον, ὁ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ, αὐθορμήτως ποιῶν τι χωρὶς νὰ παρακινηθῇ ὑπό τινος, Λατ. sponte, αὐτεπάγγελτο... ἠθέλησε συμβαλέσθαι χρήματα Ἡρόδ. 7. 29· αὐτ. ὑποστῆναι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 706· παρεῖναι, χωρεῖν Θουκ. 1. 33., 4. 120· βοηθεῖν Ἰσοκρ. 7C · παραχωρῆσαι Δημ. 247. 25. Ἐπίρρ. -τως Φίλων 2. 173.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM αὐτεπάγγελτος, -ον)
αυτός που κάνει κάτι από μόνος του ή από δική του προαίρεση
νεοελλ.
φρ. «αυτεπάγγελτη δίωξη» — η ποινική δίωξη που κινείται εξ επαγγέλματος από τον εισαγγελέα όταν μάθει ότι έγινε κάποια αξιόποινη πράξη
αρχ.
απρόσκλητος, αυτός που προσκαλεί μόνος του τον εαυτό του.
Greek Monotonic
αὐτεπάγγελτος: -ον (ἐπαγγέλλω), αυτός που προσφέρει εθελούσια στον εαυτό του, αυτός που κάνει κάτι με ελεύθερη βούληση, σε Ηρόδ., Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
Middle Liddell
ἐπαγγέλλω
offering of oneself, of free will, Hdt., Eur., Thuc., etc.
English (Woodhouse)
voluntarily, voluntary, of one's own accord, of one's own free will
Lexicon Thucydideum
sua sponte, of one's own accord, 1.33.2, 4.120.3.