ἀναστέλλω: Difference between revisions
(13_6b) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0209.png Seite 209]] 1) zurückschicken, -treiben, -halten, Xen. An. 5, 4, 23 Pol. 8, 6 u. s. w.; τί τινος, z. B. ναῦν ὁρμῆς, am Fahren hindern, Ael. H. A. 2, 17; pass., Halt machen, Thuc. 3, 98 Pol. 9, 22, thun, als wolle man sich zurückziehen, u. übh. sich verstellen, wie tergiversari; ἀναστέλλειν τὴν γῆν, wegschaffen, D. Sic. 17, 82. – Med., ἀνεστέλλοντο τροφήν, sie enthielten sich der Nahrung, Ael. H. A. – 2) in die Höhe schicken, ὀπωπάς Christod. ecphr. 65, die Augen emporrichten; allgem., aufheben, Nonn.; bes. von der Kleidung, aufschürzen, τὰ χιτώνια Ar. Eccl. 268; ἀνεσταλμένος [[χιτών]], ein hoch aufgeschürzter Rock, Plut., bes. med., sich aufschürzen. Bei Eur. Bacch. 685 νεβρίδας ἀνεστείλαντο = zogen sich wieder an. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0209.png Seite 209]] 1) zurückschicken, -treiben, -halten, Xen. An. 5, 4, 23 Pol. 8, 6 u. s. w.; τί τινος, z. B. ναῦν ὁρμῆς, am Fahren hindern, Ael. H. A. 2, 17; pass., Halt machen, Thuc. 3, 98 Pol. 9, 22, thun, als wolle man sich zurückziehen, u. übh. sich verstellen, wie tergiversari; ἀναστέλλειν τὴν γῆν, wegschaffen, D. Sic. 17, 82. – Med., ἀνεστέλλοντο τροφήν, sie enthielten sich der Nahrung, Ael. H. A. – 2) in die Höhe schicken, ὀπωπάς Christod. ecphr. 65, die Augen emporrichten; allgem., aufheben, Nonn.; bes. von der Kleidung, aufschürzen, τὰ χιτώνια Ar. Eccl. 268; ἀνεσταλμένος [[χιτών]], ein hoch aufgeschürzter Rock, Plut., bes. med., sich aufschürzen. Bei Eur. Bacch. 685 νεβρίδας ἀνεστείλαντο = zogen sich wieder an. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀναστέλλω''': [[ἀναπέμπω]], [[ἐγείρω]], ὀπωπὰς Χριστοδ. Ἔκφρ. 63: ― Μέσ. ἀνασηκώνω καὶ ζώννω [[ἐπάνω]] τὰ ἱμάτιά μου, νεβρίδας τ’ ἀνεστείλανθ’ Εὐρ. Βάκχ. 696· ἀνεστέλλεσθ’ ἄνω τὰ χιτώνια Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 268· ἀπολ., ἀναστείλασθαι Ἀρτεμίδ. 4. 44: ― Παθ., ἀνεσταλμένῳ τῷ χιτῶνι, περιεζωσμένῳ ὑψηλά, Πλούτ. 2. 178C: ― πρβλ. [[ἀνασύρω]]. ΙΙ. [[ἀνέλκω]], [[σύρω]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], π.χ. τὴν σάρκα κατὰ χειρουργικήν τινα ἐγχείρησιν, τάμνοντα δὲ χρὴ ἀναστεῖλαι τὴν σάρκα ἀπὸ τοῦ ὀστέου Ἱππ. π. Κεφ. Τρωμάτ. 907, πρβλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 50, 6: ― Παθ., στρέφομαι πρὸς τὰ ἄνω, [[πτέρνα]] βραχεῖ ἄκρως ἀνέσταλται Ἱππ. Μοχλ. 855. 2) ἀπωθῶ, δὲν ἀφίνω νὰ πλησιάσῃ, ἐν χρήσει κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀποκρούσεως ἐφόδου εὐζώνων ἢ ψιλῶν, Εὐρ. Ι. Τ. 1378, Θουκ. 6. 70, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 23· οἱ ἄνεμοι ἀν. τὰ νέφη Ἀριστ. Προβλ. 26. 29· [[φόβος]] ἀν. τινὰ Αἰλ. π. Ζ. 5. 54: ― Μέσ., [[περιορίζω]] ἢ [[καταπνίγω]] τὰς ὁρμάς μου, ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι, Πολύβ. 9. 22, 9: ‒ - Παθ., [[ὑποστρέφω]], ἀποχωρῶ, [[μένω]] [[ὀπίσω]], Θουκ. 3. 98· μ. γεν., [[ἀναστέλλω]] ἐμαυτόν, τοῦ περαιτέρω χωρεῖν ἀναστέλλονται Αἰλ. π. Ζ. 8. 10. 3) μετακινῶ, σηκώνω, μετατοπίζω, «[[πάλιν]] ἀναστέλλουσι τὴν γῆν (ἀπὸ τῶν περικεχωσμένων [[ἀμπέλων]]) κατὰ τὸν τοῦ βλαστοῦ καιρόν» Διόδ. 17. 82. ΙΙΙ. κατὰ μέσ. τύπον, ἀρνοῦμαι νὰ [[λάβω]], ἀπέχομαι, περὶ ἐλέφαντος, [[τότε]] καὶ τροφὴν ἀνεστέλλετο Αἰλ. περὶ Ζ. 11. 14. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:09, 5 August 2017
English (LSJ)
A send up, raise, νέφεα Arat.417:—Med., gird or tuck up one's clothes, νεβρίδας ἀνεστείλαντο E.Ba.696; ἀναστέλλεσθ' ἄνω τὰ χιτώνια Ar.Ec.268: abs., ἀναστειλαμένη Artem.4.44:—Pass., ἀνεσταλμένῳ τῷ χιτῶνι with one's frock girt up, Plu.2.178c. II draw back, e.g. the flesh in a surgical operation, Hp.VC14; push back or up, τὰς ῥίζας [τῶν ὄρχεων] Arist.HA632a17:—Pass., to be turned up, of the foot, Hp.Mochl.24. 2 open, στόμια μεμυκότα Ph.1.278,al. 3 repulse, check an assault, E.IT1378, Th.6.70, X.An. 5.4.23: generally, οἱ ἄνεμοι ἀ. τὰ νέφη Arist.Pr.943a35, cf. Epicur. Ep.2p.51U.; φόβος ἀ. τινά Ael.NA5.54: Medic., check a discharge, etc., Leonid. ap. Aët.16.40, cf. Sor.2.9:—Med., suppress one's inclinations, dissemble, Plb.9.22.9:—Pass., Th.3.98, Phld.Ir.p.82 W.: c. gen., ἀ. τοῦ . . to be restrained from .., Ael.NA8.10; ἀνεστάλησαν τὴν ὁρμήν VH6.14. 4 remove, make away with, γῆν D.S.17.82; τὰ ἐμποδών Ph.1.407. 5 lay aside, Dam.Pr.400. III in Med., renounce, refuse, ἀναστέλλεσθαι τροφήν Ael.NA11.14.
German (Pape)
[Seite 209] 1) zurückschicken, -treiben, -halten, Xen. An. 5, 4, 23 Pol. 8, 6 u. s. w.; τί τινος, z. B. ναῦν ὁρμῆς, am Fahren hindern, Ael. H. A. 2, 17; pass., Halt machen, Thuc. 3, 98 Pol. 9, 22, thun, als wolle man sich zurückziehen, u. übh. sich verstellen, wie tergiversari; ἀναστέλλειν τὴν γῆν, wegschaffen, D. Sic. 17, 82. – Med., ἀνεστέλλοντο τροφήν, sie enthielten sich der Nahrung, Ael. H. A. – 2) in die Höhe schicken, ὀπωπάς Christod. ecphr. 65, die Augen emporrichten; allgem., aufheben, Nonn.; bes. von der Kleidung, aufschürzen, τὰ χιτώνια Ar. Eccl. 268; ἀνεσταλμένος χιτών, ein hoch aufgeschürzter Rock, Plut., bes. med., sich aufschürzen. Bei Eur. Bacch. 685 νεβρίδας ἀνεστείλαντο = zogen sich wieder an.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστέλλω: ἀναπέμπω, ἐγείρω, ὀπωπὰς Χριστοδ. Ἔκφρ. 63: ― Μέσ. ἀνασηκώνω καὶ ζώννω ἐπάνω τὰ ἱμάτιά μου, νεβρίδας τ’ ἀνεστείλανθ’ Εὐρ. Βάκχ. 696· ἀνεστέλλεσθ’ ἄνω τὰ χιτώνια Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 268· ἀπολ., ἀναστείλασθαι Ἀρτεμίδ. 4. 44: ― Παθ., ἀνεσταλμένῳ τῷ χιτῶνι, περιεζωσμένῳ ὑψηλά, Πλούτ. 2. 178C: ― πρβλ. ἀνασύρω. ΙΙ. ἀνέλκω, σύρω πρὸς τὰ ὀπίσω, π.χ. τὴν σάρκα κατὰ χειρουργικήν τινα ἐγχείρησιν, τάμνοντα δὲ χρὴ ἀναστεῖλαι τὴν σάρκα ἀπὸ τοῦ ὀστέου Ἱππ. π. Κεφ. Τρωμάτ. 907, πρβλ. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 50, 6: ― Παθ., στρέφομαι πρὸς τὰ ἄνω, πτέρνα βραχεῖ ἄκρως ἀνέσταλται Ἱππ. Μοχλ. 855. 2) ἀπωθῶ, δὲν ἀφίνω νὰ πλησιάσῃ, ἐν χρήσει κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀποκρούσεως ἐφόδου εὐζώνων ἢ ψιλῶν, Εὐρ. Ι. Τ. 1378, Θουκ. 6. 70, Ξεν. Ἀν. 5. 4, 23· οἱ ἄνεμοι ἀν. τὰ νέφη Ἀριστ. Προβλ. 26. 29· φόβος ἀν. τινὰ Αἰλ. π. Ζ. 5. 54: ― Μέσ., περιορίζω ἢ καταπνίγω τὰς ὁρμάς μου, ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι, Πολύβ. 9. 22, 9: ‒ - Παθ., ὑποστρέφω, ἀποχωρῶ, μένω ὀπίσω, Θουκ. 3. 98· μ. γεν., ἀναστέλλω ἐμαυτόν, τοῦ περαιτέρω χωρεῖν ἀναστέλλονται Αἰλ. π. Ζ. 8. 10. 3) μετακινῶ, σηκώνω, μετατοπίζω, «πάλιν ἀναστέλλουσι τὴν γῆν (ἀπὸ τῶν περικεχωσμένων ἀμπέλων) κατὰ τὸν τοῦ βλαστοῦ καιρόν» Διόδ. 17. 82. ΙΙΙ. κατὰ μέσ. τύπον, ἀρνοῦμαι νὰ λάβω, ἀπέχομαι, περὶ ἐλέφαντος, τότε καὶ τροφὴν ἀνεστέλλετο Αἰλ. περὶ Ζ. 11. 14.