πεμπάζω: Difference between revisions
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
(13_6b) |
(6_13b) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0553.png Seite 553]] eigtl. an den fünf Fingern abzählen, zu Fünfen abzählen, die älteste, einfachste Zählungsart; Hom. hat nur das med., ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται, nachdem er alle abgezählt bat, Od. 4, 412, ohne daß noch gerade »nach Fünfen« hinzuzudenken ist; Aesch. im act., πεμπάζετ' ὀρθῶς ἐκβολὰς [[ψήφων]], Eum. 718, wie Ap. Rh. 2, 975, εἴ τις ἕκαστα πεμπάζοι, Schol. ψηφίζοι, μετροῖ; übtr. πάντα νόῳ πεμπάσσατο, 4, 350, wie [[λογίζομαι]], überrechnen, überlegen, vgl. 4, 1748 ὁ δ' [[ἔπειτα]] θεοπροπίας Ἑκάτοιο θυμῷ πεμπάζων (s. auch [[ἀναπεμπάζω]]). – Plut. de Is. et Osir. 56 von der Fünfzahl sprechend sagt τὸ ἀριθμήσασθαι πεμπάσασθαι λέγουσιν, u. de εἰ apud Delph. 7 τὸ ἀριθμεῖν οἱ σοφοὶ πεμπάζειν ὠνόμαζον. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0553.png Seite 553]] eigtl. an den fünf Fingern abzählen, zu Fünfen abzählen, die älteste, einfachste Zählungsart; Hom. hat nur das med., ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται, nachdem er alle abgezählt bat, Od. 4, 412, ohne daß noch gerade »nach Fünfen« hinzuzudenken ist; Aesch. im act., πεμπάζετ' ὀρθῶς ἐκβολὰς [[ψήφων]], Eum. 718, wie Ap. Rh. 2, 975, εἴ τις ἕκαστα πεμπάζοι, Schol. ψηφίζοι, μετροῖ; übtr. πάντα νόῳ πεμπάσσατο, 4, 350, wie [[λογίζομαι]], überrechnen, überlegen, vgl. 4, 1748 ὁ δ' [[ἔπειτα]] θεοπροπίας Ἑκάτοιο θυμῷ πεμπάζων (s. auch [[ἀναπεμπάζω]]). – Plut. de Is. et Osir. 56 von der Fünfzahl sprechend sagt τὸ ἀριθμήσασθαι πεμπάσασθαι λέγουσιν, u. de εἰ apud Delph. 7 τὸ ἀριθμεῖν οἱ σοφοὶ πεμπάζειν ὠνόμαζον. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πεμπάζω''': μέλλ. -άσω, ([[πέμπε]] Αἰολ. = [[πέντε]]) [[κυρίως]] ἀριθμῶ ἐπὶ τῶν [[πέντε]] δακτύλων, δηλ., ἀριθμῶ κατὰ πεντάδας, καὶ ἀκολούθως [[καθόλου]], ἀριθμῶ, ὑπολογίζω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 748, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 975, Πλούτ. 2. 387Ε, κτλ.· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐπὴν πάσας πεμπασσεται (Ἐπικ. ἀόρ. α΄ ὑποτ.), [[ὅταν]] κατὰ πεντάδας ἀριθμήσῃ πάσας, Ὀδ. Δ. 412. ΙΙ. μεταφορ., ἀναμετρῶ, [[ἀναλογίζομαι]], [[ἐξετάζω]], θεοπροπίας θυμῷ π. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1748. - Μέσ., πάντα νόῳ πεμπάσσατο [[αὐτόθι]] 350. - Ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ τὸ ἀναπεμπάζω [[εἶναι]] συνηθέστερον. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πεμπαζόμενοι· ἐπιστρεφόμενοι. ἐκπληττόμενοι. μεριμνῶντες», καὶ «πεμπάσεται· κατὰ πάντα ἀριθμήσει· τὸ γὰρ [[πέντε]] Αἰολεῖς [[πέμπε]] λέγουσι. καταχρηστικῶς δὲ καὶ ψιλῶς ἀριθμήσει». | |||
}} | }} |
Revision as of 10:15, 5 August 2017
English (LSJ)
(πέμπε) prop.
A count on the five fingers, i.e. count by fives, and then, generally, count, A.Eu.748, Thphr.Char.23.2(cj.), A.R.2.975, Plu.2.387e, etc.:—Med., ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται (Ep.aor.1 subj.) when he has done counting them all, Od.4.412. II metaph., count up, reckon over, θεοπροπίας θυμῷ π. A.R.4.1748 :—Med., πάντα νόῳ πεμπάσσατο ib.350.—In Prose ἀναπεμπάζω is more common. (Aeol.acc.to EM660.4.)
German (Pape)
[Seite 553] eigtl. an den fünf Fingern abzählen, zu Fünfen abzählen, die älteste, einfachste Zählungsart; Hom. hat nur das med., ἐπὴν πάσας πεμπάσσεται, nachdem er alle abgezählt bat, Od. 4, 412, ohne daß noch gerade »nach Fünfen« hinzuzudenken ist; Aesch. im act., πεμπάζετ' ὀρθῶς ἐκβολὰς ψήφων, Eum. 718, wie Ap. Rh. 2, 975, εἴ τις ἕκαστα πεμπάζοι, Schol. ψηφίζοι, μετροῖ; übtr. πάντα νόῳ πεμπάσσατο, 4, 350, wie λογίζομαι, überrechnen, überlegen, vgl. 4, 1748 ὁ δ' ἔπειτα θεοπροπίας Ἑκάτοιο θυμῷ πεμπάζων (s. auch ἀναπεμπάζω). – Plut. de Is. et Osir. 56 von der Fünfzahl sprechend sagt τὸ ἀριθμήσασθαι πεμπάσασθαι λέγουσιν, u. de εἰ apud Delph. 7 τὸ ἀριθμεῖν οἱ σοφοὶ πεμπάζειν ὠνόμαζον.
Greek (Liddell-Scott)
πεμπάζω: μέλλ. -άσω, (πέμπε Αἰολ. = πέντε) κυρίως ἀριθμῶ ἐπὶ τῶν πέντε δακτύλων, δηλ., ἀριθμῶ κατὰ πεντάδας, καὶ ἀκολούθως καθόλου, ἀριθμῶ, ὑπολογίζω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 748, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 975, Πλούτ. 2. 387Ε, κτλ.· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐπὴν πάσας πεμπασσεται (Ἐπικ. ἀόρ. α΄ ὑποτ.), ὅταν κατὰ πεντάδας ἀριθμήσῃ πάσας, Ὀδ. Δ. 412. ΙΙ. μεταφορ., ἀναμετρῶ, ἀναλογίζομαι, ἐξετάζω, θεοπροπίας θυμῷ π. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1748. - Μέσ., πάντα νόῳ πεμπάσσατο αὐτόθι 350. - Ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ τὸ ἀναπεμπάζω εἶναι συνηθέστερον. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πεμπαζόμενοι· ἐπιστρεφόμενοι. ἐκπληττόμενοι. μεριμνῶντες», καὶ «πεμπάσεται· κατὰ πάντα ἀριθμήσει· τὸ γὰρ πέντε Αἰολεῖς πέμπε λέγουσι. καταχρηστικῶς δὲ καὶ ψιλῶς ἀριθμήσει».