στερέμνιος: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
(13_4) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0936.png Seite 936]] = [[στερεός]], hart, Plat. Epin. 981 d; leibhaftig, Sext. Emp. adv. log. 2, 63, wie ib. 65 στερέμνιον [[σῶμα]], Ggstz von εὶδωλον. – Neutr. τὸ στερέμνιον = das Himmelsgewölbe, das Firmament, Scholl. Hom. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0936.png Seite 936]] = [[στερεός]], hart, Plat. Epin. 981 d; leibhaftig, Sext. Emp. adv. log. 2, 63, wie ib. 65 στερέμνιον [[σῶμα]], Ggstz von εὶδωλον. – Neutr. τὸ στερέμνιον = das Himmelsgewölbe, das Firmament, Scholl. Hom. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στερέμνιος''': -α, -ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 10, Εὐστ.· - μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[στερεός]], [[σκληρός]], [[στερεός]], [[σταθερός]], [[ἔμπεδος]], [[ἰσχυρός]], οὐρανὸς Ἐμπεδ. παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1. 500· [[φύσις]] Πλάτ. Ἐπιν. 981D· ὠτειλαὶ Ἀρετ. ἔνθ’ ἀνωτ. [[σιτίον]] Ἀθήν. 10C· ἡ [[πίστις]] στερεμνιωτέρα τῆς ἀκοῆς Κλήμ. Ἀλ. 120· τὰ στερέμνια, στερεὰ πράγματα, τὰ [[ὄντως]] [[ὄντα]], πραγματικά, Ἐπίκουρος παρὰ Διογ. Λ. 10. 46, 48· τὰ στερεμνιώτερα Διόδ. 1. 7, Ἡσύχ., Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -ίως Ἱππ. 380. 50. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:21, 5 August 2017
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Aret.SD2.10:—
A = στερεός, hard, fast, firm, οὐρανός Placit.2.11.2; φύσις Pl.Epin.981d; ὠτειλαί Aret. l.c.; σιτίον Ath.1.10c; τὰ σ. solid food, BKT3p.20; also τὰ σ. solid objects, Epicur. Ep.1pp.9, al. U. (also sg., Id.Nat.2.3, al.); σ. πύκνωμα Phld.D.3.11; τὰ -ώτερα D.S.1.7; σ. κίνησις stable motion, Bito 60.7. Adv. -ίως firmly, κλῖμαξ σ. ἐνδεδεμένη ibid., cf. Hp.Alim.5.
German (Pape)
[Seite 936] = στερεός, hart, Plat. Epin. 981 d; leibhaftig, Sext. Emp. adv. log. 2, 63, wie ib. 65 στερέμνιον σῶμα, Ggstz von εὶδωλον. – Neutr. τὸ στερέμνιον = das Himmelsgewölbe, das Firmament, Scholl. Hom.
Greek (Liddell-Scott)
στερέμνιος: -α, -ον, ὡσαύτως, ος, ον, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 10, Εὐστ.· - μεταγεν. τύπος τοῦ στερεός, σκληρός, στερεός, σταθερός, ἔμπεδος, ἰσχυρός, οὐρανὸς Ἐμπεδ. παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1. 500· φύσις Πλάτ. Ἐπιν. 981D· ὠτειλαὶ Ἀρετ. ἔνθ’ ἀνωτ. σιτίον Ἀθήν. 10C· ἡ πίστις στερεμνιωτέρα τῆς ἀκοῆς Κλήμ. Ἀλ. 120· τὰ στερέμνια, στερεὰ πράγματα, τὰ ὄντως ὄντα, πραγματικά, Ἐπίκουρος παρὰ Διογ. Λ. 10. 46, 48· τὰ στερεμνιώτερα Διόδ. 1. 7, Ἡσύχ., Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -ίως Ἱππ. 380. 50.