περιπετής: Difference between revisions
(13_7_1) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0586.png Seite 586]] ές, 1) hineinfallend, -gerathend, τινί, z. B. in Netze, od. übertr., in Unglück, δεινῷ, Dem. epist. 5 A; γίγνεσθαι περιπετῆ τινι, = περιπίπ τειν, Plut. Pomp. 62 u. öfter; auch περιπετῆ ποιεῖν τινα ἑαυτῷ, Jem. in seine Hände bringen, Marcell. 26. – Uebh. darum herumfallend, so daß man es rings umgiebt, ἀμφὶ μέσσῃ περιπετῆ προσκείμενον ὁρῶμεν Αἵμονα, Soph. Ant. 1208, daliegend, indem er sie umfaßt hält; – u. pass., durch etwas Herumgeworfenes rings umhüllt, bedeckt, πέπ λοισι [[περιπετής]], Aesch. Ag. 225; gewagter Soph. Ai. 891, ἐν γάρ οἱ χθονὶ πηκτὸν τόδ' [[ἔγχος]] περιπετὲς κατηγορεῖ; das Schwert, in welches Ajas sich gestürzt hat, so daß es von seinem Leibe umgeben ist. – 2) umschlagend, sich plötzlich ändernd, von den Glücksumständen der Menschen; ἐπειδὴ περιπετεῖς ἔχεις τύχας, Eur. Andr. 983, wie περιπετέα ἐποιήσαντό σφισι αὐτοῖσι τὰ πρήγματα, schneller Glückswechsel, Her. 8, 20. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0586.png Seite 586]] ές, 1) hineinfallend, -gerathend, τινί, z. B. in Netze, od. übertr., in Unglück, δεινῷ, Dem. epist. 5 A; γίγνεσθαι περιπετῆ τινι, = περιπίπ τειν, Plut. Pomp. 62 u. öfter; auch περιπετῆ ποιεῖν τινα ἑαυτῷ, Jem. in seine Hände bringen, Marcell. 26. – Uebh. darum herumfallend, so daß man es rings umgiebt, ἀμφὶ μέσσῃ περιπετῆ προσκείμενον ὁρῶμεν Αἵμονα, Soph. Ant. 1208, daliegend, indem er sie umfaßt hält; – u. pass., durch etwas Herumgeworfenes rings umhüllt, bedeckt, πέπ λοισι [[περιπετής]], Aesch. Ag. 225; gewagter Soph. Ai. 891, ἐν γάρ οἱ χθονὶ πηκτὸν τόδ' [[ἔγχος]] περιπετὲς κατηγορεῖ; das Schwert, in welches Ajas sich gestürzt hat, so daß es von seinem Leibe umgeben ist. – 2) umschlagend, sich plötzlich ändernd, von den Glücksumständen der Menschen; ἐπειδὴ περιπετεῖς ἔχεις τύχας, Eur. Andr. 983, wie περιπετέα ἐποιήσαντό σφισι αὐτοῖσι τὰ πρήγματα, schneller Glückswechsel, Her. 8, 20. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''περιπετής''': -ές, ([[περιπίπτω]]) ὁ [[πέριξ]] πίπτων, τὸν δ’ ἀμφὶ μέσσῃ περιπετῆ προσκείμενον, αὐτὸν δὲ ἔχοντα αὐτὴν ἐνηγκαλισμένην ἀπὸ τὴν μέσην, Σοφ. Ἀντ. 1223· πρβλ. [[περίκειμαι]]. 2) ἐντετυλιγμένος ἔν τινι, πέπλοισι περιπετῆ Αἰσχύλ. Ἀγ. 233· [[ἀλλά]], 3) [[ἔγχος]] περιπετές, τὸ [[ξίφος]] περὶ ὃ (δηλ. ἐφ’ οὗ) ἔπεσε (δηλ. ὁ [[Αἴας]])· ὁ Εὐστάθ. (644, 47) παρατηρεῖ: «Σοφοκλῆς [[ἔγχος]] περιπετὲς εἰπεῖν ἐτόλμησεν, ᾧ περιπέπτωκεν [[Αἴας]]», ἐν γὰρ οἱ χθονὶ πηκτὸν τόδ’ [[ἔγχος]] περιπετὲς κατηγορεῖ Σοφ. Αἴ. 907· (οὕτω πεπτῶτα περὶ ξίφει [[αὐτόθι]] 828), πρβλ. [[περιπίπτω]] Ι. 2, [[περιπτυχής]]. ΙΙ. ὁ ἐμπεσὼν εἴς τι, ἐμπεσὼν εἰς δυστυχίαν, δέομαι δή σου... μή με καταστήσῃς... δεινῷ μηδενὶ περιπετῆ Δημ. 1490. 3· π. γίγνεσθαι, = περιπίπτειν, ἐμπίπτειν [[μεταξύ]], τοῖς σταυροῖς καὶ τοῖς ὀρύγμασι Πλουτ. Πομπ. 62· [[πολέμιος]] ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 42· π. [[εἶναι]] τῇ χολῇ τινὸς Λουκ. Ψευδολ. 1· π. γενέσθαι αὐτὸς ἑαυτῷ, ἀλλήλοις Πλουτ. Φωκ. 33, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.· π. γενέσθαι τῇ αἰτίᾳ, ὑποπεσεῖν εἰς..., Πλουτ. Γ. Γράκχ. 10· καὶ ποιεῖν ἔτι [[μᾶλλον]] αὑτοῖς περιπετεῖς τοῦ πολεμίου, καὶ νὰ κάμωσι τοὺς πολεμίους νὰ ἐπιπέσωσιν ἔτι [[μᾶλλον]] εἰς ἑαυτούς, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 26. ΙΙΙ. ὁ μεταβαλλόμενος ἢ αἰφνιδίως τρεπόμενος, ἐπὶ τῶν περιστάσεων καὶ τῆς τύχης τοῦ ἀνθρώπου, [[μάλιστα]] ἀπὸ τοῦ ἀγαθοῦ εἰς τὸ κακόν, περιπετέα ἐποιήσαντο σφίσι... τὰ πρήγματα, τὰ ἔκαμον νὰ λάβωσιν αἰφνίδιον τροπὴν εἰς [[τοὐναντίον]], Ἡρόδ. 8. 20· π. τύχαι Εὐρ. Ἀνδρ. 982· πρβλ. [[περιπέτεια]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπετεῖς· περιερχόμενοι. ἐναντίοι. ἢ προπετεῖς. ἢ περιπεσόντες». ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τόμ. Α΄, σελ. 302. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:57, 5 August 2017
English (LSJ)
ές, (περιπίπτω)
A falling round, ἀμφὶ μέσσῃ π. προσκείμενος lying with his arms clasped round her waist, S.Ant.1223. 2 surrounded by, wrapped in, πέπλοισι A.Ag.233 (lyr.). 3 ἔγχος π. the sword round which (i.e. on which) he has fallen, S.Aj.907. II falling in with, falling into evil, καταστῆσαί τινα δεινῷ μηδενὶ π. D.Ep.5.1 ; π. γίγνεσθαι, = περιπίπτειν, fall among, τοῖς σταυροῖς καὶ τοῖς ὀρύγμασι Plu. Pomp.62 ; πολέμοις Id.Cic.42 : π. εἶναι τῇ χολῇ τινος Luc.Pseudol.1 ; πόλις αὐτὴ ἑαυτῇ π. γενομένη Plu.Phoc.33 ; ἀλλήλοις Anon. ap. Suid. ; π. ποιεῖν αὑτοῖς τοὺς πολεμίους cause them to fall foul of each other, Plu.Marc.26 ; π. τοῖς ἑαυτῶν λόγοις Hermog.Stat.1 (cf. περιπίπτω 11.3) ; π. τῇ αἰτίᾳ γενέσθαι become liable to the charge, Plu.CG10. III changing or turning suddenly, of a man's fortunes, esp. from good to bad, περιπετέα ἐποιήσαντο σφίσι . . τὰ πρήγματα a sudden reverse, Hdt. 8.20 ; π. τύχαι E.Andr.982 ; cf. foreg.
German (Pape)
[Seite 586] ές, 1) hineinfallend, -gerathend, τινί, z. B. in Netze, od. übertr., in Unglück, δεινῷ, Dem. epist. 5 A; γίγνεσθαι περιπετῆ τινι, = περιπίπ τειν, Plut. Pomp. 62 u. öfter; auch περιπετῆ ποιεῖν τινα ἑαυτῷ, Jem. in seine Hände bringen, Marcell. 26. – Uebh. darum herumfallend, so daß man es rings umgiebt, ἀμφὶ μέσσῃ περιπετῆ προσκείμενον ὁρῶμεν Αἵμονα, Soph. Ant. 1208, daliegend, indem er sie umfaßt hält; – u. pass., durch etwas Herumgeworfenes rings umhüllt, bedeckt, πέπ λοισι περιπετής, Aesch. Ag. 225; gewagter Soph. Ai. 891, ἐν γάρ οἱ χθονὶ πηκτὸν τόδ' ἔγχος περιπετὲς κατηγορεῖ; das Schwert, in welches Ajas sich gestürzt hat, so daß es von seinem Leibe umgeben ist. – 2) umschlagend, sich plötzlich ändernd, von den Glücksumständen der Menschen; ἐπειδὴ περιπετεῖς ἔχεις τύχας, Eur. Andr. 983, wie περιπετέα ἐποιήσαντό σφισι αὐτοῖσι τὰ πρήγματα, schneller Glückswechsel, Her. 8, 20.
Greek (Liddell-Scott)
περιπετής: -ές, (περιπίπτω) ὁ πέριξ πίπτων, τὸν δ’ ἀμφὶ μέσσῃ περιπετῆ προσκείμενον, αὐτὸν δὲ ἔχοντα αὐτὴν ἐνηγκαλισμένην ἀπὸ τὴν μέσην, Σοφ. Ἀντ. 1223· πρβλ. περίκειμαι. 2) ἐντετυλιγμένος ἔν τινι, πέπλοισι περιπετῆ Αἰσχύλ. Ἀγ. 233· ἀλλά, 3) ἔγχος περιπετές, τὸ ξίφος περὶ ὃ (δηλ. ἐφ’ οὗ) ἔπεσε (δηλ. ὁ Αἴας)· ὁ Εὐστάθ. (644, 47) παρατηρεῖ: «Σοφοκλῆς ἔγχος περιπετὲς εἰπεῖν ἐτόλμησεν, ᾧ περιπέπτωκεν Αἴας», ἐν γὰρ οἱ χθονὶ πηκτὸν τόδ’ ἔγχος περιπετὲς κατηγορεῖ Σοφ. Αἴ. 907· (οὕτω πεπτῶτα περὶ ξίφει αὐτόθι 828), πρβλ. περιπίπτω Ι. 2, περιπτυχής. ΙΙ. ὁ ἐμπεσὼν εἴς τι, ἐμπεσὼν εἰς δυστυχίαν, δέομαι δή σου... μή με καταστήσῃς... δεινῷ μηδενὶ περιπετῆ Δημ. 1490. 3· π. γίγνεσθαι, = περιπίπτειν, ἐμπίπτειν μεταξύ, τοῖς σταυροῖς καὶ τοῖς ὀρύγμασι Πλουτ. Πομπ. 62· πολέμιος ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 42· π. εἶναι τῇ χολῇ τινὸς Λουκ. Ψευδολ. 1· π. γενέσθαι αὐτὸς ἑαυτῷ, ἀλλήλοις Πλουτ. Φωκ. 33, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.· π. γενέσθαι τῇ αἰτίᾳ, ὑποπεσεῖν εἰς..., Πλουτ. Γ. Γράκχ. 10· καὶ ποιεῖν ἔτι μᾶλλον αὑτοῖς περιπετεῖς τοῦ πολεμίου, καὶ νὰ κάμωσι τοὺς πολεμίους νὰ ἐπιπέσωσιν ἔτι μᾶλλον εἰς ἑαυτούς, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 26. ΙΙΙ. ὁ μεταβαλλόμενος ἢ αἰφνιδίως τρεπόμενος, ἐπὶ τῶν περιστάσεων καὶ τῆς τύχης τοῦ ἀνθρώπου, μάλιστα ἀπὸ τοῦ ἀγαθοῦ εἰς τὸ κακόν, περιπετέα ἐποιήσαντο σφίσι... τὰ πρήγματα, τὰ ἔκαμον νὰ λάβωσιν αἰφνίδιον τροπὴν εἰς τοὐναντίον, Ἡρόδ. 8. 20· π. τύχαι Εὐρ. Ἀνδρ. 982· πρβλ. περιπέτεια. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπετεῖς· περιερχόμενοι. ἐναντίοι. ἢ προπετεῖς. ἢ περιπεσόντες». ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τόμ. Α΄, σελ. 302.