προσφέρω: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(13_7_3b) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0786.png Seite 786]] (s. [[φέρω]]), hin-, hinzu-, hinantragen, -bringen, <b class="b2">anbringen, anlegen</b>; [[ἆθλον]], Pind. Ol. 9, 108; χέρα οἱ προσενεγκεῖν, P. 9, 36, Hand an Einen legen, Gewalt brauchen (wie auch sonst, vgl. Pol 2, 31, 2 u. Luc. Mar. D. 4, 2); προσφέρειν ἀνάγκην τινί, Zwang gegen Einen brauchen, Her. 7, 136. 172; βίην τινί, 9, 108, wo die meisten mss. das med. haben; vgl. ἀνάγκαν γὰρ θεοὶ προσήνεγκαν, Aesch. Ch. 74; θήραν σκηνήμασιν, 249, μηδὲ προσφέρειν [[μέθυ]], Soph. O. C. 482; λουτρὰ προσφέρειν πατρί, El. 426, vgl. O. C. 786; προσφέρειν πύργοισι κλιμάκων προσαμβάσεις, Eur. Phoen. 491, u. öfter; auch ἀνάγκην, Hipp. 282; κακὸν νέον παλαιῷ, Med. 78; προσφέρων καρδίᾳ τόλμαν, Pind. N. 10, 30; πόλεμόν τινι, Her. 7, 9, 3; auch λόγον τινί, eine Rede brauchen gegen Einen, d. i. ihn anreden, ihm einen Antrag machen, 3, 134. 5, 30. 8, 52. 100; dah. προσφέρειν τινί τι, Einem Etwas <b class="b2">vortragen</b>, vorbringen, 3, 74. 5, 40. 6, 125; τὰ προσφερόμενα πρήγματα, die aufgetragenen Geschäfte, 2, 173; auch [[ἔπος]], Eur. Ion 1002; λόγον, I. A. 97; καινὰ σοφά, μηχανήν, Ar. Thesm. 1130. 1132; ἐλέγχους, Lys. 484; λόγους τινί, Thuc. 2, 70. 3, 109; auch δῶρα, 2, 97, [[ἴαμα]], 2, 51; οὐκ ἔχει λόγον οὐδένα ὧν προσφέρει, Plat. Gorg. 465 a; εὐεργεσίαν, ibd. 513 e; [[μήτε]] τὸ ὂν πρὸς τὸ μὴ ὂν προσφέρειν, Soph. 238 b; τῷ σώματι τροφὴν καὶ φάρμακα, Phaedr. 270 b; πρὸς ὃ τοὺς λόγους προσοίσει, ib. a; Xen. τινὶ λόγους περὶ συνηθείας, Cyr. 6, 1, 31; Folgde, πᾶσαν βίαν προσφέρειν καὶ μηχανήν, Pol. 2, 2, 7; D. Sic. 16, 8; – von Speisen, vorsetzen, Xen. Mem. 3, 11, 13; προσήνεγκαν [[ἐμφαγεῖν]], Cyr. 7, 1, 1; – <b class="b2">eintragen</b>, einbringen, ἑκατὸν τάλαντα προσφέρειν, Her. 3, 91; Thuc. 1, 138; τέλη, Abgaben bringen, οἳ [[δώδεκα]] μνᾶς ἀτελεῖς αὐτῷ προσέφερον Dem. 27, 9; dah. τὰ προσφέροντα = das Einträgliche, Nutzen Bringende. – Pass. προσφέρεσθαί τινι, sich auf Einen losbewegen, ihn anfallen, <b class="b2">angreifen</b>, oft Her., [[πρός]] τινα, 5, 34. 111. 112, wie Xen. An. 7, 1, 6; τινί, Her. 5, 109. 111; κατὰ τὸ ἰσχυρότερον προσενείχθησαν, 9, 71; ἐκ τοῦ Ἰκαρίου πελάγεος προσφερόμενοι, losbrechen aus dem Ikarischen Meere, 6, 96; doch auch in freundlichem Sinne, <b class="b2">sich Einem nähern</b>, 7, 6; sich mit ihm unterhalten, [[πρός]] τινα, φίλοι προσφέρεσθε πρὸς φίλον, Eur. Cycl. 176; τολμηρότερον προσφέρεσθαί τινι, Thuc. 4, 126, u. öfter; mit Einem umgehen, ihn behandeln, ihm gut oder schlecht begegnen, προσηνέχθην πρὸς τοὺς πολίτας μετὰ πρᾳότητος, Isocr. 3, 32; οὕτω πρὸς τὸ [[πλῆθος]] προσενήνεκται, Dem. 24, 111; [[τίνα]] τρόπον προσφέρει πρὸς τὰ παιδικά, Plat. Lys. 205 b; Phaedr. 252 d u. öfter; vgl. noch πότερον εἰς ἀκρίβειαν τοῦ μαθήματος [[ἰτέον]] τὸν μέλλοντα πολίτην ἔσεσθαι μέτριον, ἢ τὸ [[παράπαν]] οὐδὲ προσοιστέον, Legg. VII, 809 e; Folgde; auch wie das act., πᾶσαν σπουδὴν καὶ μηχανὴν προσφερόμενος, Pol. 1, 18, 11; προσενεγκάμενοι πρὸς τὸν Ἀχαιὸν τὴν [[χάριν]] ταύτην, 4, 51, 2; u. a. Sp., φιλανθρώπως τοῖς καταίρουσιν, ἀδίκως τοῖς οἰκείοις Luc. Phal. prior. 10, δυσμενῶς μοι προσενηνεγμένος Tim. 38. – Auch προσφέρεσθαι πρὸς λόγον, antworten, Xen. Cyr. 4, 5, 44. – Dah. προσφέρεσθαί τινι, Einem nahe kommen = ihm<b class="b2"> ähnlich sein</b>, auch εἴς τινα u. εἴς τι, Her. 1, 116. So auch im act., προσφέρομεν νόον ἢ φύσιν ἀθανάτοις, Pind. N. 6, 4, Ggstz διαφέρειν. – Med. προσφέρεσθαί τι, Etwas <b class="b2">zu sich nehmen</b>, genießen, [[σῖτον]], Xen. Cyr. 4, 2, 41; [[σῖτον]] προσενέγκασθαι, Aesch. 1, 145; εἰ [[πέπερι]] προσηνέγκατο, S. Emp. pyrrh. 1, 84, öfter; dah. τὰ προσφερόμενα, das, was man zu sich nimmt, Nahrung, Kost, Xen. Cyn. 6, 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0786.png Seite 786]] (s. [[φέρω]]), hin-, hinzu-, hinantragen, -bringen, <b class="b2">anbringen, anlegen</b>; [[ἆθλον]], Pind. Ol. 9, 108; χέρα οἱ προσενεγκεῖν, P. 9, 36, Hand an Einen legen, Gewalt brauchen (wie auch sonst, vgl. Pol 2, 31, 2 u. Luc. Mar. D. 4, 2); προσφέρειν ἀνάγκην τινί, Zwang gegen Einen brauchen, Her. 7, 136. 172; βίην τινί, 9, 108, wo die meisten mss. das med. haben; vgl. ἀνάγκαν γὰρ θεοὶ προσήνεγκαν, Aesch. Ch. 74; θήραν σκηνήμασιν, 249, μηδὲ προσφέρειν [[μέθυ]], Soph. O. C. 482; λουτρὰ προσφέρειν πατρί, El. 426, vgl. O. C. 786; προσφέρειν πύργοισι κλιμάκων προσαμβάσεις, Eur. Phoen. 491, u. öfter; auch ἀνάγκην, Hipp. 282; κακὸν νέον παλαιῷ, Med. 78; προσφέρων καρδίᾳ τόλμαν, Pind. N. 10, 30; πόλεμόν τινι, Her. 7, 9, 3; auch λόγον τινί, eine Rede brauchen gegen Einen, d. i. ihn anreden, ihm einen Antrag machen, 3, 134. 5, 30. 8, 52. 100; dah. προσφέρειν τινί τι, Einem Etwas <b class="b2">vortragen</b>, vorbringen, 3, 74. 5, 40. 6, 125; τὰ προσφερόμενα πρήγματα, die aufgetragenen Geschäfte, 2, 173; auch [[ἔπος]], Eur. Ion 1002; λόγον, I. A. 97; καινὰ σοφά, μηχανήν, Ar. Thesm. 1130. 1132; ἐλέγχους, Lys. 484; λόγους τινί, Thuc. 2, 70. 3, 109; auch δῶρα, 2, 97, [[ἴαμα]], 2, 51; οὐκ ἔχει λόγον οὐδένα ὧν προσφέρει, Plat. Gorg. 465 a; εὐεργεσίαν, ibd. 513 e; [[μήτε]] τὸ ὂν πρὸς τὸ μὴ ὂν προσφέρειν, Soph. 238 b; τῷ σώματι τροφὴν καὶ φάρμακα, Phaedr. 270 b; πρὸς ὃ τοὺς λόγους προσοίσει, ib. a; Xen. τινὶ λόγους περὶ συνηθείας, Cyr. 6, 1, 31; Folgde, πᾶσαν βίαν προσφέρειν καὶ μηχανήν, Pol. 2, 2, 7; D. Sic. 16, 8; – von Speisen, vorsetzen, Xen. Mem. 3, 11, 13; προσήνεγκαν [[ἐμφαγεῖν]], Cyr. 7, 1, 1; – <b class="b2">eintragen</b>, einbringen, ἑκατὸν τάλαντα προσφέρειν, Her. 3, 91; Thuc. 1, 138; τέλη, Abgaben bringen, οἳ [[δώδεκα]] μνᾶς ἀτελεῖς αὐτῷ προσέφερον Dem. 27, 9; dah. τὰ προσφέροντα = das Einträgliche, Nutzen Bringende. – Pass. προσφέρεσθαί τινι, sich auf Einen losbewegen, ihn anfallen, <b class="b2">angreifen</b>, oft Her., [[πρός]] τινα, 5, 34. 111. 112, wie Xen. An. 7, 1, 6; τινί, Her. 5, 109. 111; κατὰ τὸ ἰσχυρότερον προσενείχθησαν, 9, 71; ἐκ τοῦ Ἰκαρίου πελάγεος προσφερόμενοι, losbrechen aus dem Ikarischen Meere, 6, 96; doch auch in freundlichem Sinne, <b class="b2">sich Einem nähern</b>, 7, 6; sich mit ihm unterhalten, [[πρός]] τινα, φίλοι προσφέρεσθε πρὸς φίλον, Eur. Cycl. 176; τολμηρότερον προσφέρεσθαί τινι, Thuc. 4, 126, u. öfter; mit Einem umgehen, ihn behandeln, ihm gut oder schlecht begegnen, προσηνέχθην πρὸς τοὺς πολίτας μετὰ πρᾳότητος, Isocr. 3, 32; οὕτω πρὸς τὸ [[πλῆθος]] προσενήνεκται, Dem. 24, 111; [[τίνα]] τρόπον προσφέρει πρὸς τὰ παιδικά, Plat. Lys. 205 b; Phaedr. 252 d u. öfter; vgl. noch πότερον εἰς ἀκρίβειαν τοῦ μαθήματος [[ἰτέον]] τὸν μέλλοντα πολίτην ἔσεσθαι μέτριον, ἢ τὸ [[παράπαν]] οὐδὲ προσοιστέον, Legg. VII, 809 e; Folgde; auch wie das act., πᾶσαν σπουδὴν καὶ μηχανὴν προσφερόμενος, Pol. 1, 18, 11; προσενεγκάμενοι πρὸς τὸν Ἀχαιὸν τὴν [[χάριν]] ταύτην, 4, 51, 2; u. a. Sp., φιλανθρώπως τοῖς καταίρουσιν, ἀδίκως τοῖς οἰκείοις Luc. Phal. prior. 10, δυσμενῶς μοι προσενηνεγμένος Tim. 38. – Auch προσφέρεσθαι πρὸς λόγον, antworten, Xen. Cyr. 4, 5, 44. – Dah. προσφέρεσθαί τινι, Einem nahe kommen = ihm<b class="b2"> ähnlich sein</b>, auch εἴς τινα u. εἴς τι, Her. 1, 116. So auch im act., προσφέρομεν νόον ἢ φύσιν ἀθανάτοις, Pind. N. 6, 4, Ggstz διαφέρειν. – Med. προσφέρεσθαί τι, Etwas <b class="b2">zu sich nehmen</b>, genießen, [[σῖτον]], Xen. Cyr. 4, 2, 41; [[σῖτον]] προσενέγκασθαι, Aesch. 1, 145; εἰ [[πέπερι]] προσηνέγκατο, S. Emp. pyrrh. 1, 84, öfter; dah. τὰ προσφερόμενα, das, was man zu sich nimmt, Nahrung, Kost, Xen. Cyn. 6, 2. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προσφέρω''': Δωρ. ποτιφέρω· Ἰων. παθ. ἀόρ. προσενείχθην Ἡρόδ. 9.71. Φέρω [[πρός]] τι ἢ ἐπί τινος, [[προσαρμόζω]], [[ἐφαρμόζω]], Λατ. applicare, πρ. πύργοισι κλιμάκων προσαμβάσεις Εὐρ. Φοίν. 488· πῦρ τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 257· μηχανὰς [τοῖς τείχεσι] Ἡρόδ. 6. 18, πρβλ. Θουκ. 2. 58· τὴν χεῖρα πρὸς τοὺς μυκτῆρας Ἡρόδ. 3. 87· [[ἀλλά]], πρ. χεῖρά τινι, [[ἐπιβάλλω]] τὴν χεῖρά μου ἐπί τινος. Πινδ. Π. 9. 62· πρ. χεῖράς τινι, ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, Πολύβ. 3. 79, 4 (ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] ἐπὶ φιλικῆς σχέσεως, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 31 κἑξ.)· πρ. τινὶ ἀνάγκην ἢ ἀναγκαίην Ἡρόδ. 7. 136, 172, Αἰσχύλ. Χο. 76· βάσανόν τινι Πλάτ. Φίληβ. 23Α· - [[ἄνευ]] δοτικ., [[ἐφαρμόζω]], [[ἐπιβάλλω]], μεταχειρίζομαι, πρ. βίην Ἡρόδ. 3. 19· πρ. καινὰ σοφὰ Εὐρ. Μήδ. 299, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1130, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 702· [[ἴαμα]] Θουκ. 2. 51· τεχνήματα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 338· πάσας μηχανὰς Εὐρ. Ι. Τ. 112, κτλ.· πάντας ἐλέγχους Ἀριστοφ. Λυσ. 484· πρ. τόλμαν, βάλλω εἰς ἐνέργειαν, Πινδ. Ν. 10. 55· τὰς τομὰς καὶ τὰς καύσεις τινὶ Δίων Κ. 55. 17· -[[ὡσαύτως]], πρ. πόλεμον Ἡρόδ. 7. 9, 3· ἔρωτα Πλάτ. Συμπ. 187Ε· [[ἆθλον]] Πινδ. Ο. 9. 162. 2) προσθέτω, [[μηδὲ]] πρ. [[μέθυ]] Σοφ. Ο. Κ. 481Ε· εἰ κακὸν προσοίσομεν νέον παλαιῷ Εὐρ. Μήδ. 78, Πλάτ. Θεαίτ. 205C· πρ. τι [[πρός]] τι Ἡρόδ. 6. 125, Δημ. 937, 16. 3) ὡς καὶ νῦν, [[προσφέρω]], [[δίδωμι]], δωροῦμαι, λουτρὰ πατρὶ Σοφ. Ἠλ. 434· τὰ τόξα ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 775· τὴν δᾷδά τινι Πλ. 1052· τὴν χεῖρά τινι ἄκραν ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 436· δῶρα Θουκ. 2. 97· οὐθὲν κολοβὸν προσφέρομεν πρὸς τοὺς θεοὺς Ἀριστ. Ἀποσπ. 108· οὕτω, πρ. σφάγια καὶ θυσίας Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 42, πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ια΄, 4· τὸ δῶρόν σου Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 24, κτλ. β) ἰδίως ἐπὶ φαγητοῦ καὶ ποτοῦ, θαλλὸν χιμαίραις Σοφ. Ἀποσπ. 445· πρ. ὃ ἂν δέῃ Ἱππ. 881 ἐν τέλ., προβλ. Πλάτ. Χαρμ. 157C, Φαῖδρ. 270Β, [[Πλάτων]] Κωμικ. ἐν «Ἰοῖ» 1, Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 4, κτλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:27, 5 August 2017
English (LSJ)
(once ποσφέρω, q.v.), Dor. ποτιφέρω Prov. ap. Plu.2.239a: fut.
A προσοίσω E.Andr.257: Ion. aor. προσένεικα Hdt.3.87: Ion. aor. Pass. προσηνείχθην Id.9.71:—bring to or upon, apply to, π. πύργοισι κλιμάκων προσαμβάσεις E.Ph.488; πῦρ σοι Id.Andr.257; μηχανὰς [τοῖσι τείχεσι] Hdt.6.18, cf. Th.2.58 (and so metaph., Hdt.6.125 (unless in signf. A. 1.2); π. νόμον, ψήφισμα πρὸς τὴν συγγραφήν bring to bear against... D.35.39); τὴν χεῖρα πρὸς τοὺς μυκτῆρας Hdt.3.87; but χέρα τινὶ προσενεγκεῖν lay hands upon . ., Pi.P.9.36; π. τὰς χεῖρας αὐτοῖς, in hostile sense, Plb.3.79.4, cf. PCair.Zen.18.8 (iii B.C.), PPetr.2p.10 (iii B.C.) (but also in a friendly relation, X.Mem.2.6.31 sq., and in supplication to the gods, hold out one's hands to, UPZ106.12,107.14 (ii B.C.)); ἀνάγκην or ἀναγκαίην τισὶ π. Hdt.7.136, 172, cf. A.Ch.76 (lyr.); βίην τισί Hdt.3.19; τινὶ βάσανον Pl.Phlb.23a; so of surgical or medical treatment, Hp.Ulc.24; πταρμὸν [τῇ λυγγί] Pl. Smp.189a (Pass.). cf. 187e; τὰς τομὰς καὶ τὰς καύσεις τινί D.C.55.17; κλύδωνα σαυτῷ αὐθαίρετον bring upon thyself, Trag.Adesp.568: without dat., apply, employ, use, καινὰ σοφά E.Med.298, Ar.Th.1130 (cf. infr. 3); ἴαμα Th.2.51; τεχνήματα A.Fr.322; πάσας μηχανάς E.IT 112; πάντας ἐλέγχους Ar.Lys.484; π. τόλμαν bring it to bear, Pi.N. 10.30; also π. πόλεμον Hdt.7.9.γ (v.l.); ἔρωτα Pl.Smp.187e. 2 add, μηδὲ π. μέθυ S.OC481 (or in signf. A. 1.3a); εἰ κακὸν προσοίσομεν νέον παλαιῷ E.Med.78 (or perh., bear in addition); π. τι πρός τι Hdt. 6.125 (or in signf. A. 1.1). 3 present, offer, ἄεθλον, of a triumphal ode, Pi.O.9.108; λουτρὰ πατρί S.El.434; [τόξα] Id.Ph.775; τὴν δᾷδά τινι Ar.Pl.1052; τὴν χεῖρά τινι ἄκραν Id.Lys.436; δῶρα Th.2.97 (Pass.); οὐθὲν κολοβὸν προσφέρομεν πρὸς τοὺς θεούς Arist.Fr.101; οἶνον μὴ π. Schwyzer 696 (Chios); σφάγια καὶ θυσίας LXX Am.5.25, al., cf. Ep.Hebr.11.4; τὸ δῶρόν σου Ev.Matt.5.24, etc. b esp. of food, drink, or medicine, θαλλὸν χιμαίραις S.Fr.502; π. τὰ ῥυφήματα καὶ τὰ πόματα Hp.Acut.26, cf. Pl.Phdr.270b, Pl.Com.55, Alex.189, etc.; π. τὸ φάρμακον τῇ κεφαλῇ Pl.Chrm.157c; ἑαυτῷ π φάρμακον administer poison to oneself, POxy.472.6 (ii A.D.); set food before one, X.Mem.3.11.13 and 14, Pl.Lg.792a: c. inf., π. τινὶ ἐμπιεῖν καὶ φαγεῖν X.Cyr.7.1.1; also διψῶντι γάρ τοι πάντα προσφέρων σοφὰ οὐκ ἂν πλέον τέρψειας ἢ' μπιεῖν διδούς S.Fr.763; χυμὸς ἐπιτήδειος προσφέρειν Hp.VM24; ὁ προσφέρων Id.Epid.1.23:—Pass., τὰ προσφερόμενα ibid., X.Cyn.6.2; ἡ προσφερομένη τροφή Pl.Sph.230c. 4 address proposals, an offer, etc., π. λόγον τινί Hdt.3.134, 5.30, cf. 40; περὶ σπονδῶν Th.3.109; ὅτι . . D.48.6; λόγους π. τισί Th.3.4; λόγους π. περὶ ξυμβάσεως τοῖς στρατηγοῖς Id.2.70, cf. Hdt.8.52; λόγους τισὶ ξυναποστῆναι Th.1.57. 5 convey property by deed of gift or by bequest, Arch.Pap. 4.130 (ii A.D.):—Pass., PAmh.2.71.6 (ii A.D.). II contribute, pay, ἑκατὸν τάλαντα π. Hdt.3.91, cf. Th.1.138; π. μετοίκιον pay an alientax, X.Vect.2.1, cf. OGI13.20 (Samos, iv B.C., Med.), PGiss.50.12 (iii A.D.); bring in, yield, X.Vect.4.15, D.27.9. III intr., resemble, c. acc. of respect in which, π. νόον ἀθανάτοις Pi.N.6.4; θηρὸς χρωτὶ νόον προσφέρων Id.Fr.43; π. τρόπους παιδί Trag.Adesp.453; cf. infr. B. 1.5. IV bear in addition, v. supr. A. 1.2. B Pass., with fut. προσοίσομαι Th.6.44, D.48.22: aor. προσηνεγκάμην, = προσηνέχθην, D.S.16.8:—to be borne towards, and of ships, put in, εἰς λιμένα X.Cyr.5.4.6: hence, 2 attack. assault, πρός τινας Hdt.5.34, 111, 112, 7.209, X.HG4.3.20, etc.; τινι Hdt.5.109, Th.4.126, etc.; κατὰ τὸ ἰσχυρότατον προσηνείχθησαν attacked where the enemy was strongest, Hdt.9.71, cf. 5.101, Th.7.44, Pl.R.422b; προσφέρεσθαι ἄποροι difficult to engage, Hdt.9.49, cf. Pl.Ly.223b. 3 without any sense of hostility, go to or towards, approach, ἐκ τοῦ Ἰκαρίου πελάγεος προσφερόμενοι sailing, Hdt.6.96; π. τοῖσι Κορινθίοισι Id.8.94; τῷ σκοπέλῳ, τῇ Τρῳάδι, Luc.JTr.15, DMort.19.2; πόλεμος ἀπὸ Πελοποννήσου -φερόμενος Plu.Per.8; τὰ -όμενα πρήγματα matters that were brought to him, Hdt.2.173. 4 deal with, behave oneself in a certain way towards a person, ἀπὸ τοῦ ἴσου ὑμῖν π. Th.1.140; τοῖς κρείσσοσι καλῶς Id.5.111, cf. X.Cyr.7.2.16; τισὶν οὐ μετρίως D. 9.24, cf. PTeb.750.2 (ii B.C.), Sammelb.5675.6 (ii B.C.); φιλανθρώπως [τῇ Ποτειδαία] D.S.16.8, cf. SIG807.13 (Magn. Mae.); ὀρθότατα ἵπποις π. X.Eq.1.1; also τίνα τρόπον προσφέρῃ πρὸς τὰ παιδικά Pl.Ly. 205b, cf. Phdr.252d; ἄριστα π. πρὸς τοὺς ἀμφισβητοῦντας D.48.22; also of circumstances, ταῖς ξυμφοραῖς εὐξυνετώτερον meet them with intelligence, Th.4.18; πρὸς τὰ πράγματα ἄριστα π. Id.6.44; πρὸς τὰς τύχας Pl.R.604d; πρὸς λόγον answer it, X.Cyr.4.5.44: abs., χρησμῳδέων π. Hdt.7.6; ὀλιγώρως π. Lys.9.17. 5 προσφέρεσθαί τινι come near, be like, ὁ χαρακτὴρ τοῦ προσώπου προσφέρεσθαι ἐδόκεε ἐς ἑωυτόν Hdt.1.116; cf. supr. A. 111, and v. προσφερής. II to be added, Longin.Proll.Heph.p.89C. C Med., with fut. -οίσομαι Phld.Sign.8: 3sg.aor. 1 subj. -ενέγκηται Epicur.Ep.3p.64U.:—προσφέρεσθαί τι take, of food or drink, assimilate, π. σῖτον, ποτόν. X.Cyr.4.2.41, cf. Aeschin.1.145, Thphr. HP8.4.5, Epicur. l.c., Plu.Dem.30, Cic.3, etc. 2 exhibit, ὑμῖν φιλοτιμίαν Epist.Phil. ap. D.18.167, cf. Epicur.Ep.1p.14U., Inscr.Prien.42.14, 108.221 (ii B.C.), etc.; also π. ἑαυτόν ib.111.294 (i B.C.). 3 like the Act., apply, κἂν ὁτιοῦν δουλείας Pl.R.563d; πᾶσαν σπουδὴν καὶ μηχανήν Plb.1.18.11, cf. Supp.Epigr.2.663.5 (Prusa, ii B.C.), PTeb.27.14, al. (ii B.C.). 4 contribute, πλεῖστα πρός τι Athenio 1.2 (s. v. l.); bring with one as dowry, εἱματισμὸν καὶ κόσμον PEleph.1.4(iv B.C.), cf. PGiss.2.12 (ii B.C.), etc.; cf.supr.A.11. 5 declare, μὴ εἰδέναι γράμματα PHamb.39.63 (ii A.D.), cf. POxy.237 vii 26 (ii A.D.), etc. 6 = προσορίζω, add land by deed of conveyance, κυρία ἔσται -ομένη πρὸς πόλιν ἣν ἂν βούληται OGI225.10 (Didyma, iii B.C.), cf. 221.44 (Ilium, iii B.C.), al. 7 convey property, π. ἐν προσφορᾷ [μέρος οἰκίας] PRyl. 155.7 (ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 786] (s. φέρω), hin-, hinzu-, hinantragen, -bringen, anbringen, anlegen; ἆθλον, Pind. Ol. 9, 108; χέρα οἱ προσενεγκεῖν, P. 9, 36, Hand an Einen legen, Gewalt brauchen (wie auch sonst, vgl. Pol 2, 31, 2 u. Luc. Mar. D. 4, 2); προσφέρειν ἀνάγκην τινί, Zwang gegen Einen brauchen, Her. 7, 136. 172; βίην τινί, 9, 108, wo die meisten mss. das med. haben; vgl. ἀνάγκαν γὰρ θεοὶ προσήνεγκαν, Aesch. Ch. 74; θήραν σκηνήμασιν, 249, μηδὲ προσφέρειν μέθυ, Soph. O. C. 482; λουτρὰ προσφέρειν πατρί, El. 426, vgl. O. C. 786; προσφέρειν πύργοισι κλιμάκων προσαμβάσεις, Eur. Phoen. 491, u. öfter; auch ἀνάγκην, Hipp. 282; κακὸν νέον παλαιῷ, Med. 78; προσφέρων καρδίᾳ τόλμαν, Pind. N. 10, 30; πόλεμόν τινι, Her. 7, 9, 3; auch λόγον τινί, eine Rede brauchen gegen Einen, d. i. ihn anreden, ihm einen Antrag machen, 3, 134. 5, 30. 8, 52. 100; dah. προσφέρειν τινί τι, Einem Etwas vortragen, vorbringen, 3, 74. 5, 40. 6, 125; τὰ προσφερόμενα πρήγματα, die aufgetragenen Geschäfte, 2, 173; auch ἔπος, Eur. Ion 1002; λόγον, I. A. 97; καινὰ σοφά, μηχανήν, Ar. Thesm. 1130. 1132; ἐλέγχους, Lys. 484; λόγους τινί, Thuc. 2, 70. 3, 109; auch δῶρα, 2, 97, ἴαμα, 2, 51; οὐκ ἔχει λόγον οὐδένα ὧν προσφέρει, Plat. Gorg. 465 a; εὐεργεσίαν, ibd. 513 e; μήτε τὸ ὂν πρὸς τὸ μὴ ὂν προσφέρειν, Soph. 238 b; τῷ σώματι τροφὴν καὶ φάρμακα, Phaedr. 270 b; πρὸς ὃ τοὺς λόγους προσοίσει, ib. a; Xen. τινὶ λόγους περὶ συνηθείας, Cyr. 6, 1, 31; Folgde, πᾶσαν βίαν προσφέρειν καὶ μηχανήν, Pol. 2, 2, 7; D. Sic. 16, 8; – von Speisen, vorsetzen, Xen. Mem. 3, 11, 13; προσήνεγκαν ἐμφαγεῖν, Cyr. 7, 1, 1; – eintragen, einbringen, ἑκατὸν τάλαντα προσφέρειν, Her. 3, 91; Thuc. 1, 138; τέλη, Abgaben bringen, οἳ δώδεκα μνᾶς ἀτελεῖς αὐτῷ προσέφερον Dem. 27, 9; dah. τὰ προσφέροντα = das Einträgliche, Nutzen Bringende. – Pass. προσφέρεσθαί τινι, sich auf Einen losbewegen, ihn anfallen, angreifen, oft Her., πρός τινα, 5, 34. 111. 112, wie Xen. An. 7, 1, 6; τινί, Her. 5, 109. 111; κατὰ τὸ ἰσχυρότερον προσενείχθησαν, 9, 71; ἐκ τοῦ Ἰκαρίου πελάγεος προσφερόμενοι, losbrechen aus dem Ikarischen Meere, 6, 96; doch auch in freundlichem Sinne, sich Einem nähern, 7, 6; sich mit ihm unterhalten, πρός τινα, φίλοι προσφέρεσθε πρὸς φίλον, Eur. Cycl. 176; τολμηρότερον προσφέρεσθαί τινι, Thuc. 4, 126, u. öfter; mit Einem umgehen, ihn behandeln, ihm gut oder schlecht begegnen, προσηνέχθην πρὸς τοὺς πολίτας μετὰ πρᾳότητος, Isocr. 3, 32; οὕτω πρὸς τὸ πλῆθος προσενήνεκται, Dem. 24, 111; τίνα τρόπον προσφέρει πρὸς τὰ παιδικά, Plat. Lys. 205 b; Phaedr. 252 d u. öfter; vgl. noch πότερον εἰς ἀκρίβειαν τοῦ μαθήματος ἰτέον τὸν μέλλοντα πολίτην ἔσεσθαι μέτριον, ἢ τὸ παράπαν οὐδὲ προσοιστέον, Legg. VII, 809 e; Folgde; auch wie das act., πᾶσαν σπουδὴν καὶ μηχανὴν προσφερόμενος, Pol. 1, 18, 11; προσενεγκάμενοι πρὸς τὸν Ἀχαιὸν τὴν χάριν ταύτην, 4, 51, 2; u. a. Sp., φιλανθρώπως τοῖς καταίρουσιν, ἀδίκως τοῖς οἰκείοις Luc. Phal. prior. 10, δυσμενῶς μοι προσενηνεγμένος Tim. 38. – Auch προσφέρεσθαι πρὸς λόγον, antworten, Xen. Cyr. 4, 5, 44. – Dah. προσφέρεσθαί τινι, Einem nahe kommen = ihm ähnlich sein, auch εἴς τινα u. εἴς τι, Her. 1, 116. So auch im act., προσφέρομεν νόον ἢ φύσιν ἀθανάτοις, Pind. N. 6, 4, Ggstz διαφέρειν. – Med. προσφέρεσθαί τι, Etwas zu sich nehmen, genießen, σῖτον, Xen. Cyr. 4, 2, 41; σῖτον προσενέγκασθαι, Aesch. 1, 145; εἰ πέπερι προσηνέγκατο, S. Emp. pyrrh. 1, 84, öfter; dah. τὰ προσφερόμενα, das, was man zu sich nimmt, Nahrung, Kost, Xen. Cyn. 6, 2.
Greek (Liddell-Scott)
προσφέρω: Δωρ. ποτιφέρω· Ἰων. παθ. ἀόρ. προσενείχθην Ἡρόδ. 9.71. Φέρω πρός τι ἢ ἐπί τινος, προσαρμόζω, ἐφαρμόζω, Λατ. applicare, πρ. πύργοισι κλιμάκων προσαμβάσεις Εὐρ. Φοίν. 488· πῦρ τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 257· μηχανὰς [τοῖς τείχεσι] Ἡρόδ. 6. 18, πρβλ. Θουκ. 2. 58· τὴν χεῖρα πρὸς τοὺς μυκτῆρας Ἡρόδ. 3. 87· ἀλλά, πρ. χεῖρά τινι, ἐπιβάλλω τὴν χεῖρά μου ἐπί τινος. Πινδ. Π. 9. 62· πρ. χεῖράς τινι, ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, Πολύβ. 3. 79, 4 (ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ φιλικῆς σχέσεως, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 31 κἑξ.)· πρ. τινὶ ἀνάγκην ἢ ἀναγκαίην Ἡρόδ. 7. 136, 172, Αἰσχύλ. Χο. 76· βάσανόν τινι Πλάτ. Φίληβ. 23Α· - ἄνευ δοτικ., ἐφαρμόζω, ἐπιβάλλω, μεταχειρίζομαι, πρ. βίην Ἡρόδ. 3. 19· πρ. καινὰ σοφὰ Εὐρ. Μήδ. 299, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1130, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 702· ἴαμα Θουκ. 2. 51· τεχνήματα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 338· πάσας μηχανὰς Εὐρ. Ι. Τ. 112, κτλ.· πάντας ἐλέγχους Ἀριστοφ. Λυσ. 484· πρ. τόλμαν, βάλλω εἰς ἐνέργειαν, Πινδ. Ν. 10. 55· τὰς τομὰς καὶ τὰς καύσεις τινὶ Δίων Κ. 55. 17· -ὡσαύτως, πρ. πόλεμον Ἡρόδ. 7. 9, 3· ἔρωτα Πλάτ. Συμπ. 187Ε· ἆθλον Πινδ. Ο. 9. 162. 2) προσθέτω, μηδὲ πρ. μέθυ Σοφ. Ο. Κ. 481Ε· εἰ κακὸν προσοίσομεν νέον παλαιῷ Εὐρ. Μήδ. 78, Πλάτ. Θεαίτ. 205C· πρ. τι πρός τι Ἡρόδ. 6. 125, Δημ. 937, 16. 3) ὡς καὶ νῦν, προσφέρω, δίδωμι, δωροῦμαι, λουτρὰ πατρὶ Σοφ. Ἠλ. 434· τὰ τόξα ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 775· τὴν δᾷδά τινι Πλ. 1052· τὴν χεῖρά τινι ἄκραν ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 436· δῶρα Θουκ. 2. 97· οὐθὲν κολοβὸν προσφέρομεν πρὸς τοὺς θεοὺς Ἀριστ. Ἀποσπ. 108· οὕτω, πρ. σφάγια καὶ θυσίας Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 42, πρβλ. Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. ια΄, 4· τὸ δῶρόν σου Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 24, κτλ. β) ἰδίως ἐπὶ φαγητοῦ καὶ ποτοῦ, θαλλὸν χιμαίραις Σοφ. Ἀποσπ. 445· πρ. ὃ ἂν δέῃ Ἱππ. 881 ἐν τέλ., προβλ. Πλάτ. Χαρμ. 157C, Φαῖδρ. 270Β, Πλάτων Κωμικ. ἐν «Ἰοῖ» 1, Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 4, κτλ.