ἐκτίνω: Difference between revisions
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
(13_6b) |
(6_12) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0781.png Seite 781]] (s. [[τίνω]]), abbezahlen, bes. die Strafe erlegen, zu der man verurtheilt worden ist, ζημίαν Her. 6, 92; δίκην (in dieser Vrbdg eine Geldstrafe, vgl. πάσχειν) Thuc. 5, 49; Is. 10, 15; τῷ δημοσίῳ, an die Staatskasse, Lys. 20, 12; ἐκτέτισται τὰ χρήματά τινι Dem. 24, 187, wie [[χρέα]] 27, 49; τὰ ὀφειλόμενα Plat. Crat. 400 c; τὴν τετραπλασίαν Plat. Legg. IX, 878 c; Sp.; ἑκατὸν δραχμὰς εἰς τὸ δημόσιον Plut. Sol. 24; übh. bezahlen, vergelten, Ἄργει τροφάς Aesch. Spt. 530; [[ἀντίποινα]] Eur. Herc. Fur. 755; [[χάριν]] Or. 453; εὐεργεσίην Her. 3, 47; [[χάριν]] Plat. Rep. I, 338 b; τὰ [[τροφεῖα]] VII, 520 b; τὴν βλάβην, den Schaden ersetzen, Legg. XI, 936 e. – Im med., büßen lassen, strafen, ὕβριν ἐκτίσαιτο Soph. Ai. 297; θάνατον Eur. Herc. Fur. 547. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0781.png Seite 781]] (s. [[τίνω]]), abbezahlen, bes. die Strafe erlegen, zu der man verurtheilt worden ist, ζημίαν Her. 6, 92; δίκην (in dieser Vrbdg eine Geldstrafe, vgl. πάσχειν) Thuc. 5, 49; Is. 10, 15; τῷ δημοσίῳ, an die Staatskasse, Lys. 20, 12; ἐκτέτισται τὰ χρήματά τινι Dem. 24, 187, wie [[χρέα]] 27, 49; τὰ ὀφειλόμενα Plat. Crat. 400 c; τὴν τετραπλασίαν Plat. Legg. IX, 878 c; Sp.; ἑκατὸν δραχμὰς εἰς τὸ δημόσιον Plut. Sol. 24; übh. bezahlen, vergelten, Ἄργει τροφάς Aesch. Spt. 530; [[ἀντίποινα]] Eur. Herc. Fur. 755; [[χάριν]] Or. 453; εὐεργεσίην Her. 3, 47; [[χάριν]] Plat. Rep. I, 338 b; τὰ [[τροφεῖα]] VII, 520 b; τὴν βλάβην, den Schaden ersetzen, Legg. XI, 936 e. – Im med., büßen lassen, strafen, ὕβριν ἐκτίσαιτο Soph. Ai. 297; θάνατον Eur. Herc. Fur. 547. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐκτίνω''': ῐ: μέλλ. -τίσω ῑ. ἴδε [[τίνω]]· πληρώνω, ζημίας ἐκτ. χίλια τάλαντα Ἡρόδ. 6. 92· ἐκτ. εὐεργεσίην ὁ αὐτ. 3.47· Ἄργει δ’ ἐκτίνων καλὰς τροφάς, [[διότι]] τὸν ἀνέθρεψε [[καλῶς]], Αἰσχύλ. Θήβ. 548· [[χάριν]] Εὐρ. Ὀρ. 453, κτλ.· [[τροφεῖα]] Πλάτ. Πολ. 520Β· - δίκην ἐκτ. Εὐρ. Ἠλ. 260, Λυσ. 167. 42· τινός, διά τι [[πρᾶγμα]], Ἡρόδ. 9. 94· οὗ ἐκτίνει δίκην Εὐρ. Ἀνδρ. 53· οὕτω, τίσιν ἐκτ. τινὶ Ἡρόδ. 6. 72· [[ἄποινα]] [[αὐτόθι]] 79· ἐκτ. βλάβην, ἀποζημιῶ, Πλάτ. Νόμ. 936Ε, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1562, 1582· τὸ [[βλάβος]] Δημ. 528. 2. ΙΙ. Μέσ., ἐκδικῶ, = ἀποτίσασθαι, ὕβριν Σοφ. Αἴ. 304, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 547· τινὰ ὁ αὐτ. Μήδ. 267. - Πρβλ. ἐκτίω. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:06, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], fut. -τείσω: aor. 1 ἐξέτεισα: pf.
A ἐκτέτεικα D.40.52:— pay off, pay in full, [ζημίην] χίλια τάλαντα Hdt.6.92; εὐεργεσίας Id.3.47; Ἄργει δ' ἐκτίνων τροφάς making a return for bringing one up, A.Th.548; χάριτας πατρῴας E.Or.453, etc.; τροφεῖα Pl.R.520b; ἔκ τινα τῖσαι ἀμοιβήν Maiist.40; δίκην ἐ. pay full penalty, E.El.260, Lys. 23.14; τινός for a thing, Hdt.9.94; so τίσιν ἐ. τινί Id.6.72; ἄποινα ib.79; ἐ. βλάβην to make it good, Pl.Lg.936e, cf. A.Ag.1562 (lyr.), 1582; τὸ βλάβος D.21.43; δίκην ἐ. ὑπὲρ χρημάτων Is.10.15. II Med., exact full payment for a thing, avenge, E.HF547; take vengeance on, τινά Id.Med.267. 2 ἐ. ὕβριν wreak despite, S.Aj.304.
German (Pape)
[Seite 781] (s. τίνω), abbezahlen, bes. die Strafe erlegen, zu der man verurtheilt worden ist, ζημίαν Her. 6, 92; δίκην (in dieser Vrbdg eine Geldstrafe, vgl. πάσχειν) Thuc. 5, 49; Is. 10, 15; τῷ δημοσίῳ, an die Staatskasse, Lys. 20, 12; ἐκτέτισται τὰ χρήματά τινι Dem. 24, 187, wie χρέα 27, 49; τὰ ὀφειλόμενα Plat. Crat. 400 c; τὴν τετραπλασίαν Plat. Legg. IX, 878 c; Sp.; ἑκατὸν δραχμὰς εἰς τὸ δημόσιον Plut. Sol. 24; übh. bezahlen, vergelten, Ἄργει τροφάς Aesch. Spt. 530; ἀντίποινα Eur. Herc. Fur. 755; χάριν Or. 453; εὐεργεσίην Her. 3, 47; χάριν Plat. Rep. I, 338 b; τὰ τροφεῖα VII, 520 b; τὴν βλάβην, den Schaden ersetzen, Legg. XI, 936 e. – Im med., büßen lassen, strafen, ὕβριν ἐκτίσαιτο Soph. Ai. 297; θάνατον Eur. Herc. Fur. 547.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτίνω: ῐ: μέλλ. -τίσω ῑ. ἴδε τίνω· πληρώνω, ζημίας ἐκτ. χίλια τάλαντα Ἡρόδ. 6. 92· ἐκτ. εὐεργεσίην ὁ αὐτ. 3.47· Ἄργει δ’ ἐκτίνων καλὰς τροφάς, διότι τὸν ἀνέθρεψε καλῶς, Αἰσχύλ. Θήβ. 548· χάριν Εὐρ. Ὀρ. 453, κτλ.· τροφεῖα Πλάτ. Πολ. 520Β· - δίκην ἐκτ. Εὐρ. Ἠλ. 260, Λυσ. 167. 42· τινός, διά τι πρᾶγμα, Ἡρόδ. 9. 94· οὗ ἐκτίνει δίκην Εὐρ. Ἀνδρ. 53· οὕτω, τίσιν ἐκτ. τινὶ Ἡρόδ. 6. 72· ἄποινα αὐτόθι 79· ἐκτ. βλάβην, ἀποζημιῶ, Πλάτ. Νόμ. 936Ε, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1562, 1582· τὸ βλάβος Δημ. 528. 2. ΙΙ. Μέσ., ἐκδικῶ, = ἀποτίσασθαι, ὕβριν Σοφ. Αἴ. 304, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 547· τινὰ ὁ αὐτ. Μήδ. 267. - Πρβλ. ἐκτίω.