δυσχεραίνω: Difference between revisions
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
(13_7_2) |
(6_20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0690.png Seite 690]] ([[δυσχερής]]), 1) unwillig, unzufrieden sein od. werden; oft absolut, Isocr. 4, 12. 5, 24 u. a. Att.; τί, mit etwas, z. B. τὴν ἐμαυτοῦ δυσμαθίαν Plat. Theaet. 195 c; τὸ [[πρᾶγμα]] Dem. 21, 86; bes. = Widerwillen gegen etwas haben, verwerfen, Ggstz [[ἀποδέχομαι]]; Plat. Polit. 294 a ἀποδέχει ἤ τι καὶ δυσχεραίνεις τῶν λεχθέντων; vgl. Men. 89 d; θεούς Legg. X, 900 a; auch Ggstz [[ἐνδέχομαι]], VIII, 834 d, mit folgdm acc. c. inf., wie Xen. Hell. 7, 4, 2; Luc. nav. 15 auch c. partic., ἐδυσχέραινες ἡμᾶς συμπλέοντας, wie Aesch. 1, 158; dah. pass., τὸ τῆς μοναρχίας [[ὄνομα]] δυσχεραινόμενον, mit Unwillen vernommen, Plut. Poplic. 1; ὑπό τινος, gehaßt werden, Cic. 24; – [[περί]] τι, Plat. Rep. V, 475 c; ἐπί τινι, Isocr. 1, 26. 12, 201; Pol. 2, 8, 9 u. öfter, u. so gew. bei Folgenden; auch τινί, Dem. 55, 11; ἐν τοῖς λόγοις Plat. Gorg. 450 e, Schwierigkeiten beim Disputiren machen, trügerische Kunstgriffe anwenden; [[κατά]] τινος, Luc. navig. 10; [[πρός]] τι, D. Hal. Iud. Thuc. 34, 5; Plut. Pyrrh. 21 T. Graech. 13; – [[δυσχεραντέον]], εἰ Plat. Legg. IX, 859 b. – 2) Unwillen erregen; ῥήματα ἢ τέρψαντα ἢ δυσχεράναντα, bittere Worte, Soph. O. C. 1284; auch τὴν ὁδὸν δένδρα κόπτοντες, schwierig machen, App. Illyr. 18. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0690.png Seite 690]] ([[δυσχερής]]), 1) unwillig, unzufrieden sein od. werden; oft absolut, Isocr. 4, 12. 5, 24 u. a. Att.; τί, mit etwas, z. B. τὴν ἐμαυτοῦ δυσμαθίαν Plat. Theaet. 195 c; τὸ [[πρᾶγμα]] Dem. 21, 86; bes. = Widerwillen gegen etwas haben, verwerfen, Ggstz [[ἀποδέχομαι]]; Plat. Polit. 294 a ἀποδέχει ἤ τι καὶ δυσχεραίνεις τῶν λεχθέντων; vgl. Men. 89 d; θεούς Legg. X, 900 a; auch Ggstz [[ἐνδέχομαι]], VIII, 834 d, mit folgdm acc. c. inf., wie Xen. Hell. 7, 4, 2; Luc. nav. 15 auch c. partic., ἐδυσχέραινες ἡμᾶς συμπλέοντας, wie Aesch. 1, 158; dah. pass., τὸ τῆς μοναρχίας [[ὄνομα]] δυσχεραινόμενον, mit Unwillen vernommen, Plut. Poplic. 1; ὑπό τινος, gehaßt werden, Cic. 24; – [[περί]] τι, Plat. Rep. V, 475 c; ἐπί τινι, Isocr. 1, 26. 12, 201; Pol. 2, 8, 9 u. öfter, u. so gew. bei Folgenden; auch τινί, Dem. 55, 11; ἐν τοῖς λόγοις Plat. Gorg. 450 e, Schwierigkeiten beim Disputiren machen, trügerische Kunstgriffe anwenden; [[κατά]] τινος, Luc. navig. 10; [[πρός]] τι, D. Hal. Iud. Thuc. 34, 5; Plut. Pyrrh. 21 T. Graech. 13; – [[δυσχεραντέον]], εἰ Plat. Legg. IX, 859 b. – 2) Unwillen erregen; ῥήματα ἢ τέρψαντα ἢ δυσχεράναντα, bittere Worte, Soph. O. C. 1284; auch τὴν ὁδὸν δένδρα κόπτοντες, schwierig machen, App. Illyr. 18. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δυσχεραίνω''': παρατ. ἐδυσχέραινον Πλάτ. Θεαιτ. 169D· ἀόρ. ἐδυσχέρᾱνα Ἰσοκρ. 275Α· ([[δυσχερής]]). Δὲν [[δύναμαι]] νὰ [[ὑποφέρω]], νὰ ὑπομείνω τι, ἀηδίζομαι [[πρός]] τι, δυσαρεστοῦμαι ἔκ τινος, Λατ. aegre ferre, μετ’ αἰτ., Ἰσοκρ. 305C, Πλάτ. Θεαιτ. 195C, Δημ. 376. 18, κτλ.· δ. τὸ γενέσθαι τι Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 2· τὸ ἀδικεῖν Πλάτ. Πολ. 362Β· μετ’ αἰτ. καὶ μετοχ.,δυσαρεστοῦμαι ὅτι πράττει τις, Αἰσχίν. 8. 27. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἀμεταβ., [[αἰσθάνομαι]] δυσαρέσκειαν, ἀηδίαν ἢ στενοχωρίαν δυσαρεστοῦμαι, στενοχωροῦμαι, ὀργίζομαι, τινός, διά τι ἢ ἕνεκά τινος…, Πλάτ. Πολιτ. 294Α· [[περί]] τινος Ἀνδοκ. 28. 5· [[περί]] τι Πλάτ. Πολ. 475C· [[ὡσαύτως]], τινί, διά τι [[πρᾶγμα]], Δημ. 1274. 24, κτλ.· ἐπί τινι Ἰσοκρ. 7C· [[πρός]] τι Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 34· [[ὡσαύτως]], δ. ἑαυτῷ, [[εἶναι]] δυσαρεστημένος καθ’ [[ἑαυτοῦ]], Ἀριστ. Μεταφ. 1. 3, 12. - Παθ., εἶμαι [[μισητός]], μισοῦμαι, [[ὄνομα]] δυσχεραινόμενον Πλούτ. Ποπλικ. 1. 3) μετ’ ἀπαρ., δὲν [[θέλω]], δυσαρεστοῦμαι νὰ πράξω τι, Πλατ. Πολ. 388Α. ΙΙ. μεταβατ., [[παρέχω]] στενοχωρίαν ἢ δυσαρεστῶ, ἀντίθετον [[τέρπω]]· ῥήματ. ἢ τέρψαντά τι ἢ δυσχεραίναντ’ Σοφ. Ο. Κ. 1281· δ. τὴν ὁδόν, καθιστῶ τὴν ὁδὸν δύσκολον, Ἀππ. Ἰλλυρ. 18. - Παθ., εἶμαι [[δυσάρεστος]], [[δύσκολος]], Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 19, 2., 30, 14. ΙΙΙ. δ. ἐν τοῖς λόγοις, [[φέρω]] δυσκολίας ἐν τῇ συζητήσει, εἶμαι δεξιὸς εἰς τὸ ἀνακαλύπτειν σφάλματα, Πλάτ. Γοργ. 450Ε. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:41, 5 August 2017
English (LSJ)
impf.
A ἐδυσχέραινον Pl.Tht.169d: aor. ἐδυσχέρᾱνα S.OC1282, Isoc.12.201: aor. Pass. ἐδυσχεράνθην Plu.2.820f: (δυσχερής):—to be unable to endure or put up with, to be disgusted at, c. acc., Isoc.14.46, Pl.Tht.195c, D.19.116, etc.; θεούς Pl.Lg.900a; δ. τὸ γενέσθαι τι X.HG7.4.2; τὸ ἀδικεῖν Pl.R.362b: c. acc. et part., to be annoyed at his doing, Aeschin.1.158. 2 mostly intr., feel dislike, disgust or annoyance, to be displeased, περί τινος And.3.35; τινί at a thing, D.55.11; ἐπί τινι Isoc.1.26; πρός τι D.H.Th.34, Plu. Pyrrh.21; κατά τινος Luc.Nav.10; also δ. ἑαυτῷ to have misgivings, Arist.Metaph.984a29:—Pass., to be hateful, ὄνομα δυσχεραινόμενον Plu.Publ.1; δ. ὑπὸ πολλῶν Id.Cic.24. 3 c. inf., scorn to do a thing, Pl.R.388a: c. acc., δ. τι τῶν λεχθέντων feel qualms about, Id.Plt.294a; ταῦτ' οὐκ ἐδυσχέραινεν felt no scruple about, Aeschin.1.54; to be fastidious, περὶ τὰ μαθήματα Pl.R.475b. II causal, cause annoyance, ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι ἢ δυσχεράναντ' S.OC1282; δ. τὴν ὁδόν make it difficult, App.Ill.18:—Pass., to be disagreeable, τοῖς ἀκούουσι Arist.Rh.Al.1432b19: abs., ib.1437a33. III δ. ἐν τοῖς λόγοις to make difficulties in argument, to be captious, Pl.Grg. 450e.
German (Pape)
[Seite 690] (δυσχερής), 1) unwillig, unzufrieden sein od. werden; oft absolut, Isocr. 4, 12. 5, 24 u. a. Att.; τί, mit etwas, z. B. τὴν ἐμαυτοῦ δυσμαθίαν Plat. Theaet. 195 c; τὸ πρᾶγμα Dem. 21, 86; bes. = Widerwillen gegen etwas haben, verwerfen, Ggstz ἀποδέχομαι; Plat. Polit. 294 a ἀποδέχει ἤ τι καὶ δυσχεραίνεις τῶν λεχθέντων; vgl. Men. 89 d; θεούς Legg. X, 900 a; auch Ggstz ἐνδέχομαι, VIII, 834 d, mit folgdm acc. c. inf., wie Xen. Hell. 7, 4, 2; Luc. nav. 15 auch c. partic., ἐδυσχέραινες ἡμᾶς συμπλέοντας, wie Aesch. 1, 158; dah. pass., τὸ τῆς μοναρχίας ὄνομα δυσχεραινόμενον, mit Unwillen vernommen, Plut. Poplic. 1; ὑπό τινος, gehaßt werden, Cic. 24; – περί τι, Plat. Rep. V, 475 c; ἐπί τινι, Isocr. 1, 26. 12, 201; Pol. 2, 8, 9 u. öfter, u. so gew. bei Folgenden; auch τινί, Dem. 55, 11; ἐν τοῖς λόγοις Plat. Gorg. 450 e, Schwierigkeiten beim Disputiren machen, trügerische Kunstgriffe anwenden; κατά τινος, Luc. navig. 10; πρός τι, D. Hal. Iud. Thuc. 34, 5; Plut. Pyrrh. 21 T. Graech. 13; – δυσχεραντέον, εἰ Plat. Legg. IX, 859 b. – 2) Unwillen erregen; ῥήματα ἢ τέρψαντα ἢ δυσχεράναντα, bittere Worte, Soph. O. C. 1284; auch τὴν ὁδὸν δένδρα κόπτοντες, schwierig machen, App. Illyr. 18.
Greek (Liddell-Scott)
δυσχεραίνω: παρατ. ἐδυσχέραινον Πλάτ. Θεαιτ. 169D· ἀόρ. ἐδυσχέρᾱνα Ἰσοκρ. 275Α· (δυσχερής). Δὲν δύναμαι νὰ ὑποφέρω, νὰ ὑπομείνω τι, ἀηδίζομαι πρός τι, δυσαρεστοῦμαι ἔκ τινος, Λατ. aegre ferre, μετ’ αἰτ., Ἰσοκρ. 305C, Πλάτ. Θεαιτ. 195C, Δημ. 376. 18, κτλ.· δ. τὸ γενέσθαι τι Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 2· τὸ ἀδικεῖν Πλάτ. Πολ. 362Β· μετ’ αἰτ. καὶ μετοχ.,δυσαρεστοῦμαι ὅτι πράττει τις, Αἰσχίν. 8. 27. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἀμεταβ., αἰσθάνομαι δυσαρέσκειαν, ἀηδίαν ἢ στενοχωρίαν δυσαρεστοῦμαι, στενοχωροῦμαι, ὀργίζομαι, τινός, διά τι ἢ ἕνεκά τινος…, Πλάτ. Πολιτ. 294Α· περί τινος Ἀνδοκ. 28. 5· περί τι Πλάτ. Πολ. 475C· ὡσαύτως, τινί, διά τι πρᾶγμα, Δημ. 1274. 24, κτλ.· ἐπί τινι Ἰσοκρ. 7C· πρός τι Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 34· ὡσαύτως, δ. ἑαυτῷ, εἶναι δυσαρεστημένος καθ’ ἑαυτοῦ, Ἀριστ. Μεταφ. 1. 3, 12. - Παθ., εἶμαι μισητός, μισοῦμαι, ὄνομα δυσχεραινόμενον Πλούτ. Ποπλικ. 1. 3) μετ’ ἀπαρ., δὲν θέλω, δυσαρεστοῦμαι νὰ πράξω τι, Πλατ. Πολ. 388Α. ΙΙ. μεταβατ., παρέχω στενοχωρίαν ἢ δυσαρεστῶ, ἀντίθετον τέρπω· ῥήματ. ἢ τέρψαντά τι ἢ δυσχεραίναντ’ Σοφ. Ο. Κ. 1281· δ. τὴν ὁδόν, καθιστῶ τὴν ὁδὸν δύσκολον, Ἀππ. Ἰλλυρ. 18. - Παθ., εἶμαι δυσάρεστος, δύσκολος, Ἀριστ. Ρητ. Ἀλ. 19, 2., 30, 14. ΙΙΙ. δ. ἐν τοῖς λόγοις, φέρω δυσκολίας ἐν τῇ συζητήσει, εἶμαι δεξιὸς εἰς τὸ ἀνακαλύπτειν σφάλματα, Πλάτ. Γοργ. 450Ε.