ἀσθένεια: Difference between revisions
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀσθένεια''': γεν. ας, Ἰων. ης, (Δινδ. περὶ τῆς Διαλ. τοῦ Ἡροδ. § 9), ἡ, [[ἔλλειψις]] δυνάμεως, [[ἀδυναμία]], [[ἀτονία]], Θουκ. 1. 3, Πλάτ. κλ.· ἐν τῷ πλ., ἰσχύες καὶ ἀσθ. Πλάτ. Πολ. 618D: ἰδίως [[ἔλλειψις]] ἐντελοῦς ὑγείας, [[νοσώδης]] [[κατάστασις]], Ἡρόδ. 4. 135· ἀσθ. [[γήρως]] Ἀντιφῶν 27. 23· σωμάτων Θουκ. 4. 36, κτλ. 2) [[νόσος]], ὁ αὐτ. 2. 49, ἐν τῷ πληθ. 3) ἀσθ. βίου, [[πενία]], Ἡρόδ. 2. 47., 8. 51. 4) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, [[ἀδυναμία]], τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως Πλάτ. Νόμ. 854Α, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 8· τοῦ ἀκροατοῦ Ἀριστ. ῾Ρητ. 3. 18, 4. ― Σπάνιον παρὰ ποιηταῖς, ὡς ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 269. | |lstext='''ἀσθένεια''': γεν. ας, Ἰων. ης, (Δινδ. περὶ τῆς Διαλ. τοῦ Ἡροδ. § 9), ἡ, [[ἔλλειψις]] δυνάμεως, [[ἀδυναμία]], [[ἀτονία]], Θουκ. 1. 3, Πλάτ. κλ.· ἐν τῷ πλ., ἰσχύες καὶ ἀσθ. Πλάτ. Πολ. 618D: ἰδίως [[ἔλλειψις]] ἐντελοῦς ὑγείας, [[νοσώδης]] [[κατάστασις]], Ἡρόδ. 4. 135· ἀσθ. [[γήρως]] Ἀντιφῶν 27. 23· σωμάτων Θουκ. 4. 36, κτλ. 2) [[νόσος]], ὁ αὐτ. 2. 49, ἐν τῷ πληθ. 3) ἀσθ. βίου, [[πενία]], Ἡρόδ. 2. 47., 8. 51. 4) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, [[ἀδυναμία]], τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως Πλάτ. Νόμ. 854Α, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 8· τοῦ ἀκροατοῦ Ἀριστ. ῾Ρητ. 3. 18, 4. ― Σπάνιον παρὰ ποιηταῖς, ὡς ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 269. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> faiblesse;<br /><b>2</b> maladie;<br /><b>3</b> gêne, pauvreté.<br />'''Étymologie:''' [[ἀσθενής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:49, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A want of strength, weakness, Th.1.3, etc.: in pl., ἰσχύες καὶ ἀ. Pl.R.618d; esp. feebleness, sickliness, Hdt.4.135; ἀ. τοῦ γήρως Antipho 4.3.2, Pl.R.330e; σωμάτων Th.4.36, etc. 2 disease, sickness, Id.2.49 (pl.), OGI244.11 (Daphne, ii B.C.), etc.; δι' ἀσθένειαν Ep.Gal.4.13. 3 ἀ. βίου poverty, Hdt.2.47, 8.51. 4 in moral sense, feebleness, weakness, τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως Pl.Lg. 854a, cf. Arist.EN1150b19; τοῦ ἀκροατοῦ Arist.Rh.1419a18.—Rare in poetry, as E.HF269. -έω, to be weak, feeble, sickly, ἀ. μέλη to be weak in limb, E.Or.228; τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀ. Pl.Ly.209e; ἀ. ἀσθένειαν Id.Chrm.155b: abs., E.Hipp.274, Th.7.47, Ev.Matt.10.8, etc.; ἠσθένησε he fell sick, D.1.13; ἀσθενέων sick man, Hp.VM 12 (Phot. says that μαλακίζεσθχι is used of women); ἠσθενηκότα Plb. 31.13.7. 2 to be needy, Ar.Pax636; ἠσθενηκότες, of those unable to pay taxes, PTeb.188 (i B.C.). 3 c. inf., to be too weak to do a thing, not to be able... J.BJ2.15.5; εἰς τὸ θεωρεῖν Plot.3.8.4. 4 decline, ἠσθένησεν ἡ ἡμέρα εἰς τὴν ἑσπέραν LXX Jd.19.9.
German (Pape)
[Seite 370] ἡ, Kraftlosigkeit, Schwäche, τοῦ γήρως Plat. Rep. I, 330 e; καὶ νόσος Gorg. 577 b. Ggstz ἰσχύς Rep. X, 618 d; ῥώμη Xen. Mem. 4, 2, 32. Bes. Schwächlichkeit, Krankheit, Thuc. 7, 16; ξυμπίπτει τινί Plat. Tim. 17 a; vgl. Gorg. 519 a; ἡ περὶ ὀφθαλμόν Luc. Nigr. 4; Dürftigkeit, Thuc. 3. 16; τοῦ βίου Her. 2, 47. Vgl. ἀσθενίη.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσθένεια: γεν. ας, Ἰων. ης, (Δινδ. περὶ τῆς Διαλ. τοῦ Ἡροδ. § 9), ἡ, ἔλλειψις δυνάμεως, ἀδυναμία, ἀτονία, Θουκ. 1. 3, Πλάτ. κλ.· ἐν τῷ πλ., ἰσχύες καὶ ἀσθ. Πλάτ. Πολ. 618D: ἰδίως ἔλλειψις ἐντελοῦς ὑγείας, νοσώδης κατάστασις, Ἡρόδ. 4. 135· ἀσθ. γήρως Ἀντιφῶν 27. 23· σωμάτων Θουκ. 4. 36, κτλ. 2) νόσος, ὁ αὐτ. 2. 49, ἐν τῷ πληθ. 3) ἀσθ. βίου, πενία, Ἡρόδ. 2. 47., 8. 51. 4) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ἀδυναμία, τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως Πλάτ. Νόμ. 854Α, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 8· τοῦ ἀκροατοῦ Ἀριστ. ῾Ρητ. 3. 18, 4. ― Σπάνιον παρὰ ποιηταῖς, ὡς ἐν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 269.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 faiblesse;
2 maladie;
3 gêne, pauvreté.
Étymologie: ἀσθενής.