δάσος: Difference between revisions
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δάσος''': -εος, τό, (δᾰσὺς) = [[δρυμός]], [[σύνδενδρος]] [[τόπος]], «λόγγος», Στράβων 821, Αἰλ. π. Ζ. 7. 2, κτλ. ΙΙ. τὸ νὰ εἶναί τις τραχὺς ἢ [[πλήρης]] τριχῶν τραχειῶν, οἶαι τοῦ χοίρου, Ἀλκίφ. 3. 28. | |lstext='''δάσος''': -εος, τό, (δᾰσὺς) = [[δρυμός]], [[σύνδενδρος]] [[τόπος]], «λόγγος», Στράβων 821, Αἰλ. π. Ζ. 7. 2, κτλ. ΙΙ. τὸ νὰ εἶναί τις τραχὺς ἢ [[πλήρης]] τριχῶν τραχειῶν, οἶαι τοῦ χοίρου, Ἀλκίφ. 3. 28. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />bois touffu, fourré.<br />'''Étymologie:''' [[δασύς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ], εος, τό, (δᾰσύς)
A thicket, copse, Men.Epit.25, Str.9.3.13, 17.2.2 (pl.), Ael.NA7.2, etc. II shagginess, τοῦ σώματος Alciphr. 3.28; roughness, PLeid.X.74.
German (Pape)
[Seite 523] τό, das Dickicht, Gebüsch, Strab., Ael H. A. 7, 2, ὑλῶν; übh. Rauchheit, κλημάτων 3, 40; σώματος Alciphr. 3, 28. Die Atticisten verwerfen das Wort.
Greek (Liddell-Scott)
δάσος: -εος, τό, (δᾰσὺς) = δρυμός, σύνδενδρος τόπος, «λόγγος», Στράβων 821, Αἰλ. π. Ζ. 7. 2, κτλ. ΙΙ. τὸ νὰ εἶναί τις τραχὺς ἢ πλήρης τριχῶν τραχειῶν, οἶαι τοῦ χοίρου, Ἀλκίφ. 3. 28.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
bois touffu, fourré.
Étymologie: δασύς.