ζυμωτός: Difference between revisions

From LSJ

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
(6_10)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζῡμωτός''': -ή, -όν, ἔχων [[προζύμιον]], ὑποστὰς ζύμωσιν, Ἑβδ. (Ἐξόδ. ιγ΄, 7. κ. ἀλλ.).
|lstext='''ζῡμωτός''': -ή, -όν, ἔχων [[προζύμιον]], ὑποστὰς ζύμωσιν, Ἑβδ. (Ἐξόδ. ιγ΄, 7. κ. ἀλλ.).
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ζυμωτός]], -όν) [[ζυμώ]]<br />αυτός που έχει [[ζύμη]], που έχει υποστεί [[ζύμωση]], [[ένζυμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει ζυμωθεί με τα χέρια («ζυμωτό [[ψωμί]]»)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ζυμωτό</i><br />η [[ποσότητα]] τών αλεύρων που ζυμώνεται [[κάθε]] [[φορά]] και η ανάλογη αρτοπαραγωγή.
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῡμωτός Medium diacritics: ζυμωτός Low diacritics: ζυμωτός Capitals: ΖΥΜΩΤΟΣ
Transliteration A: zymōtós Transliteration B: zymōtos Transliteration C: zymotos Beta Code: zumwto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fermented, leavened, LXXEx.13.7, al.

German (Pape)

[Seite 1142] gesäuert, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ζῡμωτός: -ή, -όν, ἔχων προζύμιον, ὑποστὰς ζύμωσιν, Ἑβδ. (Ἐξόδ. ιγ΄, 7. κ. ἀλλ.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ζυμωτός, -όν) ζυμώ
αυτός που έχει ζύμη, που έχει υποστεί ζύμωση, ένζυμος
νεοελλ.
1. αυτός που έχει ζυμωθεί με τα χέρια («ζυμωτό ψωμί»)
2. το ουδ. ως ουσ. το ζυμωτό
η ποσότητα τών αλεύρων που ζυμώνεται κάθε φορά και η ανάλογη αρτοπαραγωγή.