σύκινος: Difference between revisions

From LSJ

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύκῐνος''': -η, -ον, ([[σῦκον]]) ὁ ἐκ συκῆς, κοινῶς «συκένιος», σ. [[ξύλον]] Ἀριστοφ. Σφ. 145 ([[ἔνθα]] γίνεται [[λόγος]] περὶ τοῦ δριμέος καπνοῦ ὃν παράγει καιόμενον)· κλῳὸς σ. [[αὐτόθι]] 897· [[τορύνη]] Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 290D κἑξ.· ― τὸ [[ξύλον]] τῆς συκῆς ὡς σπογγῶδες ἦτο παροιμιωδῶς ἄχρηστον (τὸ τοῦ Ὁρατίου inutile Iignum), Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θεοφρ. π. Πυρὸς 72, Πλούτ., κλπ.· ― [[ἐντεῦθεν]], 2) μεταφορ., σύκινοι ἄνδρες, ἀνάξιοι, μηδαμινοί, Θεόκρ. 10. 45· σ. σοφιστὴς Ἀντιφάνης ἐν «Κλεοφάνει» 1. 4· παροιμ., συκίνη (νῦν σκυτίνη) [[ἐπικουρία]], ἐπὶ ἀχρήστου, ἀνωφελοῦς βοηθείας, Ἡσύχ.· σ. γνώμη Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 6· [[οὕτως]] ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 946, ἐὰν δὲ σύζυγον [[λάβω]] τινὰ καὶ σύκινον, ἐὰν δὲ [[λάβω]] τινὰ σύντροφον ἀκόμη καὶ ἐκ ξύλου συκῆς, [[μετὰ]] παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως [[συκοφαντικός]]. ΙΙ. ὁ ἐκ σύκων, [[πόμα]] σ., [[οἶνος]] ἢ [[ποτὸν]] ἐκ σύκων, Πλούτ. 2. 752Β. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 315.
|lstext='''σύκῐνος''': -η, -ον, ([[σῦκον]]) ὁ ἐκ συκῆς, κοινῶς «συκένιος», σ. [[ξύλον]] Ἀριστοφ. Σφ. 145 ([[ἔνθα]] γίνεται [[λόγος]] περὶ τοῦ δριμέος καπνοῦ ὃν παράγει καιόμενον)· κλῳὸς σ. [[αὐτόθι]] 897· [[τορύνη]] Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 290D κἑξ.· ― τὸ [[ξύλον]] τῆς συκῆς ὡς σπογγῶδες ἦτο παροιμιωδῶς ἄχρηστον (τὸ τοῦ Ὁρατίου inutile Iignum), Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θεοφρ. π. Πυρὸς 72, Πλούτ., κλπ.· ― [[ἐντεῦθεν]], 2) μεταφορ., σύκινοι ἄνδρες, ἀνάξιοι, μηδαμινοί, Θεόκρ. 10. 45· σ. σοφιστὴς Ἀντιφάνης ἐν «Κλεοφάνει» 1. 4· παροιμ., συκίνη (νῦν σκυτίνη) [[ἐπικουρία]], ἐπὶ ἀχρήστου, ἀνωφελοῦς βοηθείας, Ἡσύχ.· σ. γνώμη Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 6· [[οὕτως]] ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 946, ἐὰν δὲ σύζυγον [[λάβω]] τινὰ καὶ σύκινον, ἐὰν δὲ [[λάβω]] τινὰ σύντροφον ἀκόμη καὶ ἐκ ξύλου συκῆς, [[μετὰ]] παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως [[συκοφαντικός]]. ΙΙ. ὁ ἐκ σύκων, [[πόμα]] σ., [[οἶνος]] ἢ [[ποτὸν]] ἐκ σύκων, Πλούτ. 2. 752Β. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 315.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>I.</b> de figuier ; <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> mou comme du bois de figuier;<br /><b>2</b> perfide, traître;<br /><b>II.</b> préparé avec des figues (vin).<br />'''Étymologie:''' [[συκῆ]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡκῐνος Medium diacritics: σύκινος Low diacritics: σύκινος Capitals: ΣΥΚΙΝΟΣ
Transliteration A: sýkinos Transliteration B: sykinos Transliteration C: sykinos Beta Code: su/kinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of the figtree, σ. ξύλον fig-wood, Hp.Ulc.12, Ar.V.145 (where reference is made to the pungent smoke produced by burning it, cf. Arist.Fr.227, Thphr. Ign.72); κλῳὸς σ. Ar.V.897; τορύνη Pl.Hp.Ma.290d sq.; σύκινα Χῖα Chian fig-trees, PCair.Zen.33.12 (iii B.C.): the wood of the fig was proverbially cheap and useless, Zen.3.44, Sch.Ar.Pl.947: hence,    2 metaph., σ. ἄνδρες worthless, good-for-nothing fellows, Theoc.10.45; σ. σοφιστής Antiph.122.4; prov., σ. ἐπικουρία, of feeble, useless help, Hsch. (v. σκύτινος) ; σ. γνώμη Luc.Ind.6; σ. σύζυγος a false, treacherous comrade, with a play on συκοφαντικός, Ar.Pl.946.    II of figs, πῶμα σ. fig-wine, Plu.2.752b; ὁ σ. καρπός the fig-harvest, PCair.Zen.354.20 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 973] vom Feigenbaume od. von Feigen gemacht; πόμα, ein Trank von abgekochten Feigen, Plut. amat. 5; ξύλον, Holz vom Feigenbaume, Ar. Vesp. 145 Plat. Hipp. mai. 291 c, das weich und schwammig, und deshalb nicht zu gebrauchen ist. – Dah. übertr. = unbrauchbar, untauglich, schwach, σύκινος ἀνήρ, schwacher, feiger Mensch, Ar. Plut. 946, wo der Schol. zu vgl., der ἀσθενής erklärt, aber auch eine Anspielung auf συκοφάντης darin findet; Theocr. 10, 43; γνώμη, schwacher Verstand, Luc. adv. ind. 6; ἐπικουρία, schwache Hülfe, Schol. Ar. Lys. 110.

Greek (Liddell-Scott)

σύκῐνος: -η, -ον, (σῦκον) ὁ ἐκ συκῆς, κοινῶς «συκένιος», σ. ξύλον Ἀριστοφ. Σφ. 145 (ἔνθα γίνεται λόγος περὶ τοῦ δριμέος καπνοῦ ὃν παράγει καιόμενον)· κλῳὸς σ. αὐτόθι 897· τορύνη Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 290D κἑξ.· ― τὸ ξύλον τῆς συκῆς ὡς σπογγῶδες ἦτο παροιμιωδῶς ἄχρηστον (τὸ τοῦ Ὁρατίου inutile Iignum), Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θεοφρ. π. Πυρὸς 72, Πλούτ., κλπ.· ― ἐντεῦθεν, 2) μεταφορ., σύκινοι ἄνδρες, ἀνάξιοι, μηδαμινοί, Θεόκρ. 10. 45· σ. σοφιστὴς Ἀντιφάνης ἐν «Κλεοφάνει» 1. 4· παροιμ., συκίνη (νῦν σκυτίνη) ἐπικουρία, ἐπὶ ἀχρήστου, ἀνωφελοῦς βοηθείας, Ἡσύχ.· σ. γνώμη Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 6· οὕτως ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 946, ἐὰν δὲ σύζυγον λάβω τινὰ καὶ σύκινον, ἐὰν δὲ λάβω τινὰ σύντροφον ἀκόμη καὶ ἐκ ξύλου συκῆς, μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως συκοφαντικός. ΙΙ. ὁ ἐκ σύκων, πόμα σ., οἶνοςποτὸν ἐκ σύκων, Πλούτ. 2. 752Β. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 315.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
I. de figuier ; fig. :
1 mou comme du bois de figuier;
2 perfide, traître;
II. préparé avec des figues (vin).
Étymologie: συκῆ.