παρασοβέω: Difference between revisions
From LSJ
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρασοβέω''': [[ἀποδιώκω]] πτηνά, Ἀριστοτέλ. π. Θαυμασ. 118. 2 (διάφ. γραφ. κατασοβ-). ΙΙ. ἀμετάβ., ὑπερηφάνως [[παρέρχομαι]], Πλουτ. Μᾶρκος Κάτων 24. | |lstext='''παρασοβέω''': [[ἀποδιώκω]] πτηνά, Ἀριστοτέλ. π. Θαυμασ. 118. 2 (διάφ. γραφ. κατασοβ-). ΙΙ. ἀμετάβ., ὑπερηφάνως [[παρέρχομαι]], Πλουτ. Μᾶρκος Κάτων 24. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />passer dédaigneusement devant.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[σοβέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
A scare away birds, Arist.Mir.841b22, as v.l. for κατασοβ-. II intr., stalk haughtily past, Plu.Cat.Ma.24.
German (Pape)
[Seite 499] daneben, an der Seite aufjagen, Arist. mirab. 118; stolz vorbeigehen, Plut. Cat. 24.
Greek (Liddell-Scott)
παρασοβέω: ἀποδιώκω πτηνά, Ἀριστοτέλ. π. Θαυμασ. 118. 2 (διάφ. γραφ. κατασοβ-). ΙΙ. ἀμετάβ., ὑπερηφάνως παρέρχομαι, Πλουτ. Μᾶρκος Κάτων 24.