κανόνισμα: Difference between revisions
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(6_21) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰνόνισμα''': τό, _ κανὼν Ι. 3, Ἀνθ. Π. 6. 295. ΙΙ. = κανὼν ΙΙ. Εὐστ. Πονημάτ. 21. 37· γραμματικὸς [[κανών]], ὁ αὐτ. εἰς Ἰλ. 439. 26. | |lstext='''κᾰνόνισμα''': τό, _ κανὼν Ι. 3, Ἀνθ. Π. 6. 295. ΙΙ. = κανὼν ΙΙ. Εὐστ. Πονημάτ. 21. 37· γραμματικὸς [[κανών]], ὁ αὐτ. εἰς Ἰλ. 439. 26. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (AM [[κανόνισμα]]) [[κανονίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διακανονισμός]], [[διευθέτηση]]<br /><b>μσν.</b><br />[[γραμματικός]] [[κανόνας]] για την [[κλίση]] ή ονόματος ή ρήματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[χάρακας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A ruler, AP6.295 (Phan.). II grammatical rule, Eust.439.26.
German (Pape)
[Seite 1321] τό, p. = κανών, Lineal, φιλόρθιον σελίδων Phani. 3 (VI, 295). Bei den Gramm. Declination u. Conjugation.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰνόνισμα: τό, _ κανὼν Ι. 3, Ἀνθ. Π. 6. 295. ΙΙ. = κανὼν ΙΙ. Εὐστ. Πονημάτ. 21. 37· γραμματικὸς κανών, ὁ αὐτ. εἰς Ἰλ. 439. 26.
Greek Monolingual
το (AM κανόνισμα) κανονίζω
νεοελλ.
διακανονισμός, διευθέτηση
μσν.
γραμματικός κανόνας για την κλίση ή ονόματος ή ρήματος
αρχ.
χάρακας.