ἡβητικός: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡβητικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς νεότητα, [[νεανικός]], Λατ. juvenilis, λόγοι Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 20˙ [[ἡλικία]] ὁ αὐτ. Λακ. 4, 7.
|lstext='''ἡβητικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] εἰς νεότητα, [[νεανικός]], Λατ. juvenilis, λόγοι Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 20˙ [[ἡλικία]] ὁ αὐτ. Λακ. 4, 7.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />d’adolescent, de jeune homme.<br />'''Étymologie:''' [[ἡβάω]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡβητικός Medium diacritics: ἡβητικός Low diacritics: ηβητικός Capitals: ΗΒΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hēbētikós Transliteration B: hēbētikos Transliteration C: ivitikos Beta Code: h(bhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A youthful, λόγοι X.HG5.3.20; ἡλικία Id.Lac. 4.7, Gal.17(2).791.

German (Pape)

[Seite 1149] zum Jüngling gehörig, jugendlich; λόγοι Xen. Hell. 5, 3, 20; Lac. 4, 7 ἡλικία.

Greek (Liddell-Scott)

ἡβητικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς νεότητα, νεανικός, Λατ. juvenilis, λόγοι Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 20˙ ἡλικία ὁ αὐτ. Λακ. 4, 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’adolescent, de jeune homme.
Étymologie: ἡβάω.