ὑπέρθυμος: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(6_17) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπέρθῡμος''': -ον, ὁ ἔχων γενναίαν ψυχήν, [[μεγαλόψυχος]], [[τολμηρός]], [[ἀνδρεῖος]], [[συχν]]. παρ’ Ὁμήρ., ἀείποτε ἐπὶ καλῆς σημασίας, Ἰλ. Β. 746, Ε. 376, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]] ἐν Ἡσ. Θεογ. 937, Πινδ. Π. 4. 23, κλπ.· ἀνώμαλ. ὑπερθ. ὑπερθυμέστατος, ἀνὴρ Στησίχ. 81. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[θρασύς]], [[αὐθάδης]], ἀλαζών, Ἡσ. Θεογ. 719, Ἀνθ. Π. 6. 322· - [[ὀξύθυμος]], ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 3. 12. ΙΙΙ. [[σφόδρα]] ὠργισμένος. [[Πολυδ]]. ϛʹ, 124· - Ἐπιρρ., ὑπερθύμως [[ἄγαν]], ἐν ὑπερβαλλούσῃ ὀργῇ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 824. IV. ἐν τῷ ἐπιρρ., [[ὡσαύτως]], προθύμως, ἐκθύμως, ἑτοίμως, Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 12. | |lstext='''ὑπέρθῡμος''': -ον, ὁ ἔχων γενναίαν ψυχήν, [[μεγαλόψυχος]], [[τολμηρός]], [[ἀνδρεῖος]], [[συχν]]. παρ’ Ὁμήρ., ἀείποτε ἐπὶ καλῆς σημασίας, Ἰλ. Β. 746, Ε. 376, κ. ἀλλ.· [[οὕτως]] ἐν Ἡσ. Θεογ. 937, Πινδ. Π. 4. 23, κλπ.· ἀνώμαλ. ὑπερθ. ὑπερθυμέστατος, ἀνὴρ Στησίχ. 81. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[θρασύς]], [[αὐθάδης]], ἀλαζών, Ἡσ. Θεογ. 719, Ἀνθ. Π. 6. 322· - [[ὀξύθυμος]], ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 3. 12. ΙΙΙ. [[σφόδρα]] ὠργισμένος. [[Πολυδ]]. ϛʹ, 124· - Ἐπιρρ., ὑπερθύμως [[ἄγαν]], ἐν ὑπερβαλλούσῃ ὀργῇ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 824. IV. ἐν τῷ ἐπιρρ., [[ὡσαύτως]], προθύμως, ἐκθύμως, ἑτοίμως, Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />plein de courage <i>ou</i> d’ardeur, magnanime.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[θυμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A high-spirited, high-minded, daring, freq. in Hom., in good sense, Il.2.746, 5.376, al., cf. Hes.Th.937, Pi.P.4.13, B.12.103, etc.: irreg. Sup., ὑπερθυμέστατος ἀνδρῶν Stesich.95. II in bad sense, overweening, Od.7.59, Hes.Th.719, AP6.332 (Hadr.); over-spirited, of a horse, X.Eq.3.12. III vehemently angry, Poll.6.124. Adv., ὑπερθύμως ἄγαν in over-vehement wrath, A.Eu. 824. IV in Adv. also, eagerly, readily, IGRom.4.1302.12 (Cyme, i B. C./i A. D.).
German (Pape)
[Seite 1197] übermüthig, überausmuthig, im guten Sinne; Il. 2, 746; Διομήδης 5, 376; auch von andern Helden in der Il. öfter; θεράποντες Od. 4, 784; ἕταροι Il. 23, 522, wie Hes. Th. 937; Ἕκτωρ Pind. P. 7, 55; φῶτες 4, 13; – im tadelnden Sinne, übermüthig, frech, Hes. Th. 719; zu muthig oder wild, von Pferden, Xen. de re equ. 3, 12; – überaus zornig, sehr ergrimmt, im adv., Aesch. Eum. 788; – auch = sehr geneigt, Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρθῡμος: -ον, ὁ ἔχων γενναίαν ψυχήν, μεγαλόψυχος, τολμηρός, ἀνδρεῖος, συχν. παρ’ Ὁμήρ., ἀείποτε ἐπὶ καλῆς σημασίας, Ἰλ. Β. 746, Ε. 376, κ. ἀλλ.· οὕτως ἐν Ἡσ. Θεογ. 937, Πινδ. Π. 4. 23, κλπ.· ἀνώμαλ. ὑπερθ. ὑπερθυμέστατος, ἀνὴρ Στησίχ. 81. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, θρασύς, αὐθάδης, ἀλαζών, Ἡσ. Θεογ. 719, Ἀνθ. Π. 6. 322· - ὀξύθυμος, ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 3. 12. ΙΙΙ. σφόδρα ὠργισμένος. Πολυδ. ϛʹ, 124· - Ἐπιρρ., ὑπερθύμως ἄγαν, ἐν ὑπερβαλλούσῃ ὀργῇ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 824. IV. ἐν τῷ ἐπιρρ., ὡσαύτως, προθύμως, ἐκθύμως, ἑτοίμως, Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
plein de courage ou d’ardeur, magnanime.
Étymologie: ὑπέρ, θυμός.