τυφώδης: Difference between revisions
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
(6_7) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τῡφώδης''': -ες, [[[εἶδος]]] [[ὅμοιος]] καπνῷ. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ τῶν πυρεσσόντων, παραληρῶν, Ἱππ. 1120D, κ. ἀλλ.· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ πυρετοῦ, «τυφοειδής», ὁ αὐτ. 1046C, Γαλην. | |lstext='''τῡφώδης''': -ες, [[[εἶδος]]] [[ὅμοιος]] καπνῷ. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ τῶν πυρεσσόντων, παραληρῶν, Ἱππ. 1120D, κ. ἀλλ.· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ πυρετοῦ, «τυφοειδής», ὁ αὐτ. 1046C, Γαλην. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες / [[τυφώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[τῡφος]]<br /><b>1.</b> (για πυρετό) όμοιος με τύφο, [[τυφοειδής]]<br /><b>2.</b> [[αλαζονικός]], [[υπεροπτικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[τυφώδης]] [[κατάσταση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[κατάσταση]] ληθάργου και αδιαφορίας που παρατηρείται σε [[βαριά]] λοιμώδη νοσήματα, όπως [[είναι]] κατ' εξοχήν ο [[τυφοειδής]] [[πυρετός]] και ο [[εξανθηματικός]] [[τύφος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όμοιος με καπνό, [[ζοφώδης]], [[ζοφερός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για άνθρωπο που έχει πυρετό) αυτός που παραληρεί, που έχει [[παραλήρημα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ες, (τῦφος) of persons in fever,
A delirious, Hp.Epid.4.2, al.; also of the fever, ib.2.5.16, Gal.6.850, Erot. II metaph., deceitful, μονογνώμονες, τυφώδεις, δόλιοι Vett. Val.12.4, cf. 2.3.
German (Pape)
[Seite 1166] ες, 1) rauchartig, räucherig, dunstig. – 2) übertr., dumm, stumpfsinnig, betäubt, Galen. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τῡφώδης: -ες, [[[εἶδος]]] ὅμοιος καπνῷ. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ τῶν πυρεσσόντων, παραληρῶν, Ἱππ. 1120D, κ. ἀλλ.· - ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ πυρετοῦ, «τυφοειδής», ὁ αὐτ. 1046C, Γαλην.
Greek Monolingual
-ες / τυφώδης, -ῶδες, ΝΑ τῡφος
1. (για πυρετό) όμοιος με τύφο, τυφοειδής
2. αλαζονικός, υπεροπτικός
νεοελλ.
φρ. «τυφώδης κατάσταση»
ιατρ. κατάσταση ληθάργου και αδιαφορίας που παρατηρείται σε βαριά λοιμώδη νοσήματα, όπως είναι κατ' εξοχήν ο τυφοειδής πυρετός και ο εξανθηματικός τύφος
αρχ.
1. όμοιος με καπνό, ζοφώδης, ζοφερός
2. μτφ. (για άνθρωπο που έχει πυρετό) αυτός που παραληρεί, που έχει παραλήρημα.